Συμβολικοί και φαντασιακοί αρχηγοί:
Η ιστορία δεν δημιουργείται χωρίς μεγάλους άνδρες· αυτή η διαπίστωση δεν είναι ταυτόσημη με την άποψη ότι την ιστορία τη «φτιάχνουν» μόνον οι μεγάλοι άνδρες. Αυτό που κινεί την ιστορία είναι ο διάλογος ανάμεσα στους ηγέτες και τις μάζες· ο διάλογος αυτός είναι ένα δομικά αναγκαίο στοιχείο της πολιτικής ζωής, χωρίς αυτόν δεν υπάρχει πολιτική κουλτούρα. Αλλά βασικό σημείο είναι εδώ το κατά πόσον κυριαρχεί το συμβολικό ή το φαντασιακό στοιχείο στον διάλογο αυτό, αν είναι δηλαδή ψευδοδιάλογος ή όχι. Αυτό καθορίζει τη μορφή που παίρνει η εκλογή και ο έλεγχος των ηγετών, το σύστημα δηλαδή της αντιπροσώπευσης και της συμμετοχής των πολιτών.
Τόσο η μυστική ταύτιση του «οδηγού» με τους οπαδούς όσο και η μυστική αμεσότητα στη βάση, χωρίς διαμεσολαβήσεις και χωρισμό εξουσιών, καταστρέφουν τον πολιτικό διάλογο, τη διαφορά και τη δημιουργική ένταση που εισάγει η τελευταία. Επειδή αυτός ο διάλογος είναι πάντα εύθραυστος και κινδυνεύει συνέχεια να εξαφανιστεί πίσω από τα πάθη και τα συμφέροντα των πολιτών «σε κατάσταση μάζας», γι’ αυτό πρέπει να διαφοροποιήσουμε την ποιότητα των ηγετών. Η διαφοροποίηση αυτή, όπως πάντα, δεν μπορεί παρά να είναι συμβολικής φύσης, αλλά έχει άμεσες πραγματικές επιπτώσεις.
Υπάρχουν δύο κατηγορίες πολιτικών και θρησκευτικών ηγετών και συχνά οι δυο αυτές κατηγορίες συνυπάρχουν στην ιστορία. Από τη μια είναι οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, οι θεσμοθέτες και ιδρυτές θρησκειών και πόλεων της Αρχαίας Ελλάδας, Ρώμης και Δυτικής Ευρώπης, οι ανανεωτές θρησκειών και κρατών: Ο Μωυσής, ο Ιησούς, ο Μωάμεθ, ο Κάρολος (ο Μέγας), ο Λούθηρος, ο Κρόμγουελ, ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Γκάντι κ.τ.λ.
Όλοι πρόσωπα που δεν πρέπει να ιδεοποιηθούν, πρόσωπα με αντιφάσεις και με μεγάλες ικανότητες, και οι οποίοι δεν πρέπει επίσης να δαιμονοποιηθούν. Από την άλλη είναι οι τύραννοι, οι δημαγωγοί, οι δικτάτορες, οι βασιλείς με μαγικές δυνάμεις, οι σαμάνοι, οι μάγοι, οι ιερείς. Η διαφοροποίηση αυτή είναι ιδεοτυπική και εμπνέεται από τις αναλύσεις του Φρόιντ.
[...] Οι φαντασιακοί αρχηγοί έχουν την αίγλη της παντοδυναμίας και θέλουν η μάζα να ταυτίζεται με αυτούς και όχι με την ιδέα που πρεσβεύουν (βλέπε την πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα όπου όλοι φορούσαν την πλακέτα του Μάο). Αντί να λένε την αλήθεια -δηλαδή να δείχνουν τα όρια της πραγματικότητας-, υπόσχονται θαύματα, οικονομική ανάπτυξη χωρίς κόπο, εθνική επέκταση, δημόσια έργα γοήτρου, δημαγωγική υπόσχεση «σύγχρονης» ικανοποίησης όλων των τάξεων.
Οι επιτεύξεις δεν επέρχονται ως συνέπεια μιας προσπάθειας, ως «αμοιβή» από μέρους του υπερεγώ των πολιτών απέναντι στο εγώ τους, αλλά ως πονηριά και κατεργαριά εις βάρος άλλων, ή του μέλλοντος των ίδιων των πολιτών. Αυτή η τυχοδιωκτική πολιτική
(Napoleon 1st and 3rd, Lassalle, Mussolini, Hitler, Stalin, Mao, Ceausescu) δημιουργεί ασυνείδητα σε όλους μια αυξανόμενη έλλειψη αυτοσεβασμού, οι ίδιοι οι πολίτες, που είναι σε κατάσταση μάζας, βρίσκουν την αυτοεκτίμησή τους μόνον μέσω της ταύτισής τους με τα λαμπρά κατορθώματα και τις υποσχέσεις του οδηγού, ενώ «γνωρίζουν» ότι από πίσω κρύβεται βία και απάτη. Αυτή η κατάσταση συσσωρεύει δυσφορία, άγχος και αίσθημα ενοχής, το οποίο γυρεύει περιοδικά να ξεσπάσει σε δήθεν εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι δικτάτορες είναι ιδιαίτερα «ευαίσθητοι» στην εθνική «αξιοπρέπεια» της χώρας, γιατί αποτελεί το τελευταίο έρεισμα, προκειμένου ν’ αποτρέψουν την προσοχή των μαζών από τα κακώς κείμενα. Η σοβινιστική και ιμπεριαλιστική πολιτική πάντα αποδίδει· όταν οι πολίτες έχουν παλινδρομήσει στην κατάσταση της μάζας δεν γυρίζουν εύκολα προς τα εμπρός, είναι οι ίδιοι αιχμάλωτοι (σαγηνευμένοι) των αρχηγών τους (παρ’ όλες τις αμφιβολίες) και έχουν τραπεί στη φυγή «προς τα πίσω», ως την καταστροφή, η οποία θα τους αφυπνίσει διά της βίας.
Μπορεί κανείς να διαπιστώσει τη στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην πολιτική και τη θρησκεία, στον βαθμό που κυριαρχούν ορισμένοι μύθοι και ορισμένες αυταρχικές σχέσεις ανάμεσα σε αρχηγούς και οπαδούς. Οι χαρισματικοί, συμβολικοί αρχηγοί έχουν γόητρο γιατί είναι διχασμένα υποκείμενα με έκδηλο τρόπο και εκφράζουν στο πρόσωπο τους με έντονο τρόπο, αυτό που ο καθένας είναι δυνητικά αλλά δεν αναπτύσσει σ’ όλες του τις συνέπειες.
Περί θρησκείας, πολιτισμού και πολιτικής
Μπορεί κανείς να διαπιστώσει τη στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην πολιτική και τη θρησκεία, στον βαθμό που κυριαρχούν ορισμένοι μύθοι και ορισμένες αυταρχικές σχέσεις ανάμεσα σε αρχηγούς και οπαδούς. Οι χαρισματικοί, συμβολικοί αρχηγοί έχουν γόητρο γιατί είναι διχασμένα υποκείμενα με έκδηλο τρόπο και εκφράζουν στο πρόσωπο τους με έντονο τρόπο, αυτό που ο καθένας είναι δυνητικά αλλά δεν αναπτύσσει σ’ όλες του τις συνέπειες.
[...] Υπάρχει ωστόσο μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στις πραγματικές και στις εγκοσμιοποιημένες θρησκείες: Οι πρώτες υπόσχονται μια σωτηρία και ευτυχία των ανθρώπων σ’ ένα υπερβατικό επίπεδο, που αφορά την υπαρξιακή διάσταση του ανθρώπου. Στον μονοθεϊσμό είναι δυνατή η διαφοροποίηση και ο χωρισμός ανάμεσα στα ιερά και στα εγκόσμια, έτσι ώστε το παράλογο της πίστης να μην αναπαράγεται στο χώρο της κοινωνίας και της πολιτικής, όπου μπορεί και πρέπει να κυριαρχεί ο ορθός λόγος.
Στις εγκόσμιες θρησκείες, για τους πολλούς ο Μαρξισμός στην πράξη είναι μια τέτοια θρησκεία, η διαφορά δεν ισχύει, καθως εδώ κυριαρχεί η ναρκισσιστική αυτοθεοποίηση του «Ανθρώπου» (με μεγάλο Α): αυτό ήταν το παράλογο αποτέλεσμα που συνόδευσε τον Διαφωτισμό και τον Σοσιαλισμό. Έτσι εμφανίσθηκαν οι ιδεολογίες της προόδου και του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, οι οποίες υπόσχονται στους ανθρώπους σωτηρία και ευτυχία επί γης, καταργώντας κάθε διαφορά ανάμεσα στο υπερβατικό και το εγκόσμιο ή ανάμεσα στην υπαρξιακή και την κοινωνική διάσταση των υποκειμένων.
Σ’ αυτή την περίπτωση, οι παλιές, παραδοσιακές θρησκείες είναι πιο «ανθρώπινες» και «ανώδυνες» από τις εγκόσμιες θρησκείες, που στο όνομα του «Έθνους», του «Λαού», της «Φυλής», του «Προλεταριάτου» ή του «Κόμματος» υποσχέθηκαν σε εκατομμύρια ανθρώπους λύτρωση και ευτυχία και τους οδήγησαν επανειλημμένα στην καταστροφή, στην απογοήτευση και στη μονοδιάστατη θεώρηση της ζωής.
Οι εγκόσμιες θρησκείες πληρούν τρεις λειτουργίες: Προτείνουν μια κοσμοθεωρία που εξηγεί και δίνει νόημα στον κοινωνικό και ιστορικό χώρο· ταυτίζουν τα άτομα με το κοινωνικό σύνολο· κρύβουν ένα «μυστικό», το οποίο τους δίνει αίγλη και δύναμη. Το «μυστικό» αυτό, που είναι θρησκευτικής προέλευσης, στηρίζει την εξουσία και την κυριαρχία όλων των αυταρχικών κομμάτων (φασιστικών, σταλινικών) και οργανώσεων· το μυστικό όμως «δεν υπάρχει», γιατί δεν υπάρχει κανένα συγκεκριμένο «γεγονός».
Αυτό το παράδοξο, ως προϋπόθεση ύπαρξης μιας αυταρχικής οργάνωσης, καλύπτει εκ των υστέρων ορισμένες πράξεις που έγιναν επειδή υπήρχε το «μυστικό» και τις οποίες οι οργανώσεις έχουν λόγο να κρύψουν εγκλήματα, εκκαθαρίσεις, καταχρήσεις κ.τ.λ. Δηλαδή, πρώτα δημιουργείται το μυστικό, ως η ψυχολογική στάση της απόλυτης κυριαρχίας, και κατόπιν το «αίτιό» του. Σε ένα εξασθενημένο και σχετικά ελεγχόμενο βαθμό, αυτό το φαινόμενο ισχύει για όλες τις οργανώσεις· κάθε συγκέντρωση εξουσίας δημιουργεί μυστικοπάθεια, η οποία με τη σειρά της ευνοεί καταχρήσεις, τις οποίες εν συνεχεία έχει λόγο να κρύψει.
Αυτά άλλωστε αφορά την σχέση ανάμεσα στον έναν και τους πολλούς, τον αρχηγό και τους οπαδούς. Ωστόσο υπάρχει και μια τρίτη διάσταση, η οποία πρέπει να συμπληρώσει αυτό το μοντέλο: Πρόκειται για τις ενδιάμεσες καταστάσεις και διαμεσολαβήσεις. Τον ρόλο αυτό παίζουν οι δυναμικές μειονότητες, οι οποίες μπορούν να έρθουν σε σύγκρουση και με τον έναν και με τους πολλούς. Ο ρόλος των δυναμικών μειονοτήτων ήταν και είναι σημαντικός στην ιστορία, γιατί την έχουν συχνά «επιταχύνει».
Ο Maximilian Karl Emil Max Weber, έχει αναλύσει διεξοδικά το ρόλο των θρησκευτικών μειονοτήτων, οι οποίες συγχρόνως ήταν συχνά και εθνικές και γλωσσικές μειονότητες. Σαν ένα «ξένο» σώμα μέσα στα πλαίσια ενός ευρέος πολιτισμικού χώρου, έπαιξαν έναν ρόλο που τις έκανε να εμφανίζονται στην αντίληψη των πολλών ως το «κακό» αντικείμενο, το οποίο υποψιάζονταν ότι ήθελε να «κυριαρχήσει». Λέγοντας «κυριαρχία» εννοούσαν κάτι άλλο, γιατί πίσω από αυτό κρυβόταν ο φόβος για την πολιτιστική υπεροχή της μειονότητας.
Εδώ είναι σημαντικό να διαφοροποιηθεί η έννοια της πολιτιστικής υπεροχής από την έννοια της κυριαρχίας. Η υπεροχή σημαίνει την ικανότητα μιας «πρωτοπορίας» να επιβάλλει ορισμένους νέους κανόνες και αξίες σ’ έναν πληθυσμό συνήθως παραδοσιακό, συντηρητικό και αγροτικό.
Έτσι οι Εβραίοι (στην Ευρώπη), οι Γάλλοι προτεστάντες, οι Έλληνες (στην Ανατολική Μεσόγειο), οι Αρμένιοι, οι Λιβανέζοι, οι Κόπτες, οι Πάρσοι (στην Ινδία), οι Κινέζοι (στη Νοτιοανατολική Ασία), οι Ινδοί (στη Νότιο Αφρική) κ.τ.λ. έπαιξαν και παίζουν σε πολλές χώρες αυτόν τον ρόλο, ρόλο διαμεσολαβητικό, που προωθεί το εμπόριο, την ανάπτυξη των πόλεων, τη βιομηχανία και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (με όλες τις συνέπειες που μπορεί φυσικά να έχει αυτή).
Ιδιαίτερα οι Εβραίοι και οι προτεστάντες έπαιξαν δυναμικό ρόλο, γιατί ανέπτυξαν υψηλό βαθμό αυτοπειθαρχίας και συνείδησης, τόσο στο θρησκευτικό όσο και στο εγκόσμιο επίπεδο. Στους προτεστάντες κυριάρχησε πέραν αυτών η άρνηση της αναπαραγωγής παραδοσιακών σχημάτων λατρείας, κυριαρχίας και παραγωγής.....
Αρβανίτη-Πρεβεζάνου Ευγενία
Msc BA Επικοινωνιολόγος- Personality Creator
Μπορείτε να διαβάσετε τα κείμενα από την μελέτη "ΥΠΝΩΤΙΖΟΝΤΑΣ τη ΜΑΖΑ", στα παρακάτω σημεία: Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ, Ζ,H,Θ
Οι αναρτήσεις της ενότητας ΥΠΝΩΤΙΖΟΝΤΑΣ τη ΜΑΖΑ συνοδεύεται από φωτογραφίες των έργων του εικαστικού Γιάννη Γαΐτη (1923-1984)
Πληροφορίες έχουν ληφθεί από το βιβλίο «Η ψυχοπαθολογία του πολιτικού» του Θάνου Λίποβατς