Γαΐτης Γιάννης (1923 - 1984) Ανθρώπινα τοπία
Η κοινή γνώμη και η μάζα: Η επικοινωνία, έτσι όπως γίνεται μέσα στη μάζα, δεν έχει τον χαρακτήρα ενημέρωσης για ορισμένα συμβάντα, δεν είναι απλή πληροφόρηση, αλλά μέσον, που, επιβάλλοντας έναν κώδικα, επιβάλλει συγχρόνως και ορισμένους μύθους. Αν η παραδοσιακή (προφορική) επικοινωνία ήταν άλλοτε χαρακτηριστικό της μάζας, η σύγχρονη επικοινωνία έχει μεταβάλει τη μάζα σε «κοινό» (του τύπου, της τηλεόρασης).Ο μονόλογος προηγείται ιστορικά του διαλόγου· αρχικά μιλούσε (διέταζε) μόνον ο πατέρας/αρχηγός· αυτός είναι ο λόγος του κυρίου, της αυθεντίας. Ο διάλογος ήταν αργότερα το αποτέλεσμα της ελευθερίας και της ισότητας· η συζήτηση αποτελεί το αντίδοτο της αυταρχικής εξουσίας. Ο αυταρχικός μονόλογος δεν ανέχεται αντίλογο ή αμφιβολία, δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη άλλου λόγου. Ο πραγματικός διάλογος ήταν πρώτα μια κατάκτηση της αριστοκρατίας, των λίγων «άριστων» καλλιεργημένων προσώπων, και μόνον αργότερα έγινε αίτημα και κατάκτηση του δημοκρατικού «κοινού», της δημοσιότητας. Πάντα όμως παρέμεινε κατάκτηση εύθραυστη και αβέβαιη, γιατί οι πολλοί συχνά προτιμούν το μονόλογο του αρχηγού, που τους υπνωτίζει και τους δίνει ασφάλεια, σκορπίζοντας τις αμφιβολίες, τους «διαφωτίζει» και τους «καθοδηγεί».Το μοντέλο της συζήτησης άρχισε να παρακμάζει όταν άρχισαν να κυριαρχούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ), ο τύπος (όχι του μικρού, φιλελεύθερου και μορφωμένου κοινού, αλλά των μαζών), το ραδιόφωνο και η τηλεόραση (τον 20ό αιώνα). Κάθε τεχνική κατάκτηση κατέστρεφε όλο και περισσότερο τη συζήτηση, γιατί επέβαλλε μιαν ορισμένη «αντικειμενικότητα» αναφορικά με τα γεγονότα και δεν άφηνε περιθώριο στη συζήτηση και στην ανάπτυξη διαλογικών κριτηρίων εκτίμησης της ποιότητας των πληροφοριών.
Η τέχνη του συνομιλείν άρχισε να παρακμάζει προς όφελος μιας ιδεολογίας της αντικειμενικότητας, η οποία έκρυβε και απωθούσε το υποκείμενο στοιχείο της επιλογής, του τονισμού και της παρουσίασης των πληροφοριών.
Ωστόσο εδώ πρέπει να τονισθεί το γεγονός ότι η ανάπτυξη του τύπου στις φιλελεύθερες χώρες της Ευρώπης, τον 19ο αιώνα, απαίτησε και πέτυχε σε μεγάλο βαθμό την εμφάνιση μιας ορισμένης δημοσιογραφικής δεοντολογίας, εμπνευσμένης από την αντικειμενικότητα και το κριτικό πνεύμα της επιστήμης. Οι σοβαρές εφημερίδες στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες και στη Βόρεια Αμερική υποστηρίζουν ότι εγγυώνται μέχρι σήμερα την ποιότητα των πληροφοριών τους· δεν μεταδίδουν ούτε μύθους ούτε προπαγάνδα.
Επομένως κάθε κριτική που γίνεται στις αναλύσεις αυτές στα ΜΜΕ πρέπει πάντα να ξεχωρίζει δυο επίπεδα ποιότητας.
Το ένα, θεμελιακό, απαιτεί στοιχειώδη εντιμότητα, σοβαρότητα, αγάπη της αλήθειας και ανεξαρτησία από άμεσες ιδεολογικές, πολιτικές και οικονομικές πιέσεις ή σκοπιμότητες. Όλες οι πολιτικά «στρατευμένες» εφημερίδες και ο σκανδαλοθηρικός τύπος δεν καλύπτουν αυτές τις προϋποθέσεις.
Το δεύτερο, ανώτερο επίπεδο ποιότητας γίνεται εφικτό αφού εκπληρωθούν οι απλές απαιτήσεις του πρώτου επιπέδου· εδώ η κριτική αφορά γενικά, έμμεσα και αφηρημένα προβλήματα του κώδικα, της μορφής και του τρόπου παρουσίασης. Ο προβληματισμός στο (ανώτερο) αυτό επίπεδο δεν θα πάψει να υπάρχει σε μια δημοκρατία, και δεν μειώνει την υπόσταση του τύπου. Είναι όμως απαράδεκτο όταν γίνονται επιθέσεις σε εφημερίδες υψηλού επιπέδου μέσω επιχειρημάτων που αντιστοιχούν στο χαμηλό επίπεδο· οι «σωστές» εφημερίδες δεν μπορούν παρά να είναι πλουραλιστικές και φιλελεύθερες.
Η κριτική στάση των αναλύσεων αυτών αφορά, πέραν όλων αυτών που αναφέραμε, τη συλλογική ψυχολογική σημασία της ύπαρξης (όχι του περιεχομένου) των μέσων επικοινωνίας· είναι αυτονόητο ότι όσο πιο χαμηλό είναι το περιεχόμενο, τόσο πιο έντονη είναι και η αρνητική ψυχολογική επίδραση. Η επίδραση αυτή έγκειται στο φαινόμενο της μάζας που δημιουργείται από το γεγονός και μόνο ότι ένα ορισμένο κοινό διαβάζει την ίδια εφημερίδα, το ίδιο περιοδικό (ή ακόμα το ίδιο βιβλίο): αυτό και μόνο δημιουργεί μια ταυτότητα στο κοινό και του δίνει την αίσθηση της παντοδυναμίας, χαρακτηριστικό της ψυχολογίας της μάζας.
Αυτό σημαίνει ότι ο δημοσιογράφος αναγκαστικά θα κολακεύσει λίγο ή πολύ τις προκαταλήψεις των αναγνωστών/ακροατών. Από την άλλη η ύπαρξη του τύπου μειώνει τις ευκαιρίες για συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων ανάμεσα στους πολίτες· αντί τούτου προβάλλει το θέαμα της πολεμικής. Η συζήτηση γίνεται και πάλι προνόμιο μορφωμένων και ειδικών ή παραμένει ως αρχαϊκό κατάλοιπο παραδοσιακής (μη κριτικής) νοοτροπίας στα χωριά (όσο δεν υπάρχει εκεί ραδιόφωνο ή τηλεόραση).
[...] Οι αλλαγές που επέφεραν στη «μάζα» τα ΜΜΕ (το ραδιόφωνο και ιδιαίτερα η τηλεόραση) είναι οι εξής:
1) Η φυσική συγκέντρωση των μαζών σ’ έναν χώρο έπαψε να είναι αναγκαία, αντίθετα το τηλεοπτικό κοινό είναι διασκορπισμένο παντού και δεν είναι συγκεντρωμένο πουθενά. Η «ψυχολογία» αυτού του τύπου μάζας είναι κατάλληλη για συνεντεύξεις, ερωτηματολόγια, στατιστικές αναλύσεις της καθημερινής συμπεριφοράς, της αγοράς, της πολιτικής γνώμης κ.τ.λ. Η εμφάνιση του ραδιοφώνου μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν οδήγησε ωστόσο ξεκάθαρα στις τάσεις αυτές όπως στην Αμερική. Αντίθετα, μαζί με τον τύπο και τον κινηματογράφο, ενίσχυσε κατά τη μεσοπολεμική περίοδο το παραδοσιακό φαινόμενο της μάζας, πράγμα που εκμεταλλεύτηκε προπαγανδιστικά ο Φασισμός και ο Σταλινισμός.
2) Τα ΜΜΕ κατεβάζουν το διανοητικό επίπεδο του κοινού μέσω της απλοποίησης των πληροφοριών και της υποβολής που συνεπάγεται η τελευταία. Η οργάνωση μιας εφημερίδας, η σελιδοποίηση και η τοπογραφική κατανομή του χώρου της, οι τίτλοι, τα χρώματα, οι φωτογραφίες κ.τ.λ., όλ’ αυτά καλύπτουν ένα βασικό στοιχείο: Το ότι πρέπει να υπάρχει ένα κεντρικό σημείο, ένα κύριο θέμα, το οποίο γίνεται η εστία του ενδιαφέροντος. Εδώ έχουμε μια αναπαραγωγή του «ενός» στοιχείου, του αρχηγού που κυριαρχεί στη μάζα μέσω της υποβολής, στο επίπεδο των σημαινόντων· ένα κύριο σημαίνον κυριαρχεί στα άλλα (μια συνταρακτική είδηση ή το κύριο άρθρο).
Ο διασκορπισμός του κοινού και η συμβολική διαμεσολάβηση του μέσου έχουν ωστόσο ως αποτέλεσμα το κοινό να είναι πιο «δυσκίνητο» και πιο «μετριοπαθές» απ’ ό,τι η μάζα στους δρόμους. Αλλά βέβαια και εδώ ο καθένας είναι πεισμένος ότι μοιράζεται μ’ ένα μεγάλο πλήθος την ίδια ιδέα και την ίδια επιθυμία. Η ιδέα που έχουν ορισμένοι ότι υπάρχει στα «παρασκήνια» ένας κρυμμένος «εγκέφαλος» που διευθύνει τα ΜΜΕ είναι αφελής. Ο ίδιος ο μηχανισμός μετάδοσης των ΜΜΕ κάνει τον πιο μικρό δημοσιογράφο να έχει μεγάλη απήχηση.
3) Στην κοινή γνώμη δημιουργούνται ρεύματα· η κοινή γνώμη δεν είναι μονολιθική. Αυτός είναι ο λόγος που τα ΜΜΕ λειτουργούν ομαλά και κανονικά όταν υπάρχει πλουραλισμός και δημοκρατία. Η κατάχρηση των ΜΜΕ σε δικτατορικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα για πλύση εγκεφάλου των μαζών καταργεί την ύπαρξη ρευμάτων. Η κριτική των ΜΜΕ που γίνεται εδώ αφορά βασικά την περίπτωση ύπαρξης του πλουραλισμού, αλλιώς η δημιουργία του κοινού ξεπέφτει σ’ ένα στοιχειώδες επίπεδο χειραγώγησης μιας και μόνο μάζας, που η ύπαρξη και μόνο πολλών ανεξαρτήτων κέντρων ΜΜΕ καθιστά αδύνατη.
Ωστόσο η «γνώμη» ενός «ρεύματος» του κοινού είναι κάτι που πάντα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη των ΜΜΕ, δημιούργησε και θα δημιουργεί προβλήματα στη δημοκρατία. Αυτό γιατί η γνώμη τοποθετείται ανάμεσα στην παράδοση, τις προκαταλήψεις, την πίστη και τις δοξασίες από τη μια, και τον ορθό λόγο, την προσωπική άποψη, από την άλλη. Από τη στιγμή που η παραδοσιακή κοινωνία έχει ξεπεραστεί, αρχίζει να υπάρχει το πρακτικά άλυτο πρόβλημα της απόστασης ανάμεσα στη γνώμη και τη γνώση ή κρίση, ανάμεσα στην αβασάνιστη «άποψη» και στην αλήθεια, που προϋποθέτει τη θέληση και την ικανότητα για κριτικό έλεγχο των πληροφοριών και των αποφάσεων, πράγμα που οι περισσότεροι πολίτες δεν το κάνουν. Έτσι ο διχασμός και η ένταση ανάμεσα στη γνώμη και τον ορθό λόγο δεν θα πάψει ποτέ να είναι η κινητήρια δύναμη της πολιτικής κουλτούρας μιας δημοκρατίας, η ποιότητα της οποίας εξαρτάται από το μέγεθος αυτής της απόστασης ανάμεσα στους δυο πόλους.
Η προσπάθεια ωστόσο της (πλατωνικής) δικτατορίας του ορθού λόγου ή της «αλήθειας» και της κατάργησης της γνώμης (ή μάλλον των γνωμών, στον πληθυντικό) οδηγεί πάντα στον σταλινικό ολοκληρωτισμό ή στη θεοκρατία: η μεγαλύτερη αλήθεια, στον βαθμό που θέλει να επιβληθεί πρακτικά και αποκλειστικά, αποκλείοντας την ύπαρξη της αμφιβολίας και του «άλλου λόγου», οδηγεί σε καταστάσεις παρανοϊκής καταδίωξης όλων από τον «έναν», που «κατέχει» την «αλήθεια». Η επικοινωνία «δημιουργεί» τις γνώμες, ένα φαντασιακό προϊόν, οι οποίες έχουν την τάση να είναι ενάντια τόσο στην παράδοση, όσο και στον ορθό Λόγο. Ενέχουν δηλαδή ένα στοιχείο υστερίας, έτσι ώστε γίνονται εύκολα αντικείμενο δημαγωγικής εκμετάλλευσης και λαϊκισμού στον βαθμό που δεν ελέγχονται από τον ορθό λόγο.
Η τελευταία περίπτωση ισχύει ιδιαίτερα όταν επικρατήσει στην τηλεόραση ο ελεύθερος ανταγωνισμός, γιατί η πίεση του κέρδους οδηγεί στην προσαρμογή στον «ελάχιστο κοινό παρονομαστή» του γούστου και της νοημοσύνης του κοινού. Αυτό ισχύει για τα διάφορα «λαοφιλή» προγράμματα, δεν ισχύει τόσο για τις ειδήσεις· εδώ αναγκάζεται η κρατική τηλεόραση να μη γίνεται απλώς φερέφωνο της κυβέρνησης.
4) Οι ταξικές διαφορές χάνουν τον παραδοσιακό χαρακτήρα τους· η ύπαρξη των ΜΜΕ τις εξασθενεί και τις μεταμφιέζει. Οι διαφορές του «κοινού» δεν αναπαράγουν άμεσα τις ταξικές διαφορές, και οι εφημερίδες ή τα ΜΜΕ που συνειδητά έχουν «ταξικό» περιεχόμενο χάνουν την πειστικότητα τους, γιατί έχουν αναγκαστικά δόγμα και «διδασκαλικό» τόνο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πια τάξεις· απλώς οι διαφορές ανάμεσά τους είναι πιο πολυσύνθετες και λιγότερο ξεκάθαρες απ’ ό,τι τον 19ο αιώνα και υπερπροσδιορίζονται από το φαινόμενο της μάζας και της «κοινής γνώμης». Δηλαδή σημασία έχει το πώς εμφανίζονται και γίνονται αντιληπτά από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τα ταξικά συμφέροντά τους, μέσα από διάφορες διαμεσολαβήσεις. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στις τάξεις μεταβάλλονται πάντα σε συγκρούσεις ανάμεσα σε μάζες (λίγο ή πολύ οργανωμένες), και αυτό σημαίνει συγκρούσεις ανάμεσα σε πάθη, μυθολογίες και ιδεολογίες.
Στο Μέρος Θ' θα αναλυθούν οι: Πολιτικοί, Δημοσιογράφοι, Μ.Μ.Ε. "Ρεπούμπλικα" και "Πλύση Εγκεφάλου"
Μπορείτε να διαβάσετε τα κείμενα από την μελέτη "ΥΠΝΩΤΙΖΟΝΤΑΣ τη ΜΑΖΑ", στα παρακάτω σημεία: Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ, Ζ,H,Θ
Msc BA Επικοινωνιολόγος- τ. Βουλευτής Αττικής
Οι αναρτήσεις της ενότητας ΥΠΝΩΤΙΖΟΝΤΑΣ τη ΜΑΖΑ συνοδεύεται από φωτογραφίες των έργων του εικαστικού Γιάννη Γαΐτη (1923-1984)
Πληροφορίες έχουν ληφθεί από το βιβλίο «Η ψυχοπαθολογία του πολιτικού» του Θάνου Λίποβατς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου