Πολλές από τις εξεγέρσεις τοπικών, μικρών ή μεγάλων πληθυσμών την εποχή της οθωμανικής κατάκτησης δεν υπερέβησαν τα όρια της χρονικής και χωρικής τους σημασίας. Δεν συνέβη το ίδιο, όπως όλοι γνωρίζουμε από τις εθνικές επετείους των σχολικών χρόνων, με το Σούλι και τους αγώνες του εναντίον του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Σε αυτή την περίπτωση, όλα είχαν ακριβώς την αντίθετη φορά: τα γεγονότα στα οποία πρωταγωνίστησαν οι Σουλιώτες και ο περίγυρος τους κατέγραψαν σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, το δημοτικό τραγούδι τα αποθέωσε και η εθνική παιδεία δίδαξε, έκτοτε, σε όλες τις γενιές των Ελλήνων τη θεμελιώδη συμβολή τους στην εθνεγερσία του 1821.
Στο λυκόφως του 18ου αιώνα, σε συνθήκες διαμόρφωσης της σύγχρονης ελληνικής εθνικής ταυτότητας, οι Σουλιώτες αποτελούν, ήδη, σημείο αναφοράς του επαναστατικού λόγου. Στο θούριο, ο Ρήγας θα απευθυνθεί, το 1797 από τη Βιέννη, μεταξύ άλλων και στους πολεμικούς Σουλιώτες. Θα τους αποκαλέσει, «λιοντάρια ξακουστά». Είναι η χρονιά που ο Ρήγας συλλαμβάνεται στην Τεργέστη μαζί με τον Χρ. Περραιβό. Ο τελευταίος, μετά την απελευθέρωση του, θα γνωρίσει από κοντά τον ορεινό σουλιώτικο πληθυσμό, του οποίου θα γίνει αμέσως μετά θαυμαστής και ιστορικός. Στην πρώτη έκδοση του έργου του, «Ιστορία του Σουλίου και Πάργας» (1803), θα αναγορεύσει τους Σουλιώτες σε μαχητές ισάξιους των Λακεδαιμονίων προγόνων. Δεν θα υστερήσει σε θαυμασμό ο Κοραής, συμβάλλοντας, τον ίδιο χρόνο, στη δημοσιοποίηση των αγώνων τους, ενώ τρία χρόνια αργότερα (1806), ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας θα θεωρήσει αυτούς τους αγώνες υπόδειγμα στάσης, την οποία οφείλουν να ενστερνιστούν, έναντι του τυράννου, άπαντες οι Έλληνες. Στο γύρισμα του αιώνα όλοι αναφέρονται σε αγώνες όταν μιλάνε για το Σούλι. Δεν έχουν άδικο. Η πολεμική ιστορία του μετράει ήδη αρκετές δεκαετίες.
Οι οθωμανικές αρχές, εκπροσωπούμενες από τους γειτονικούς πασάδες, στρέφονται μεταξύ 1731-1733 εναντίον της ευρύτερης περιοχής του Σουλίου, η οποία θεωρείται από την Πύλη ως κέντρο φυγόδικων, ανταρτών και στασιαστών. Λίγο αργότερα, το 1754, γραπτή μαρτυρία, «ενθύμηση, σε εκκλησιαστικό βιβλίο χωριού της περιοχής αφηγείται μια άλλη επίθεση, εκείνη του Μουσταφά πασά των Ιωαννίνων εναντίον του Σουλίου. Αλλά και είκοσι χρόνια μετά, από την αντίπερα όχθη, οι Βενετοί των Επτανήσων παρακολουθούν, με ανησυχία, τους αγάδες και μπέηδες της Τσαμουριάς να επιτίθενται, το 1772, με πέντε χιλιάδες Τουρκαλβανούς, εναντίον του Σουλίου, σε μιά επιχείρηση επαναφοράς των κατοίκων του στο προηγούμενο καθεστώς υποταγής. Μαθαίνουν ότι σκαρφάλωσαν στο σουλιώτικο βουνό, αποκρούστηκαν και εξαναγκάστηκαν, τελικά, σε άτακτη φυγή και αιχμαλωσία. Αυτοί οι Τσάμηδες είναι από τους πρώτους που θα δοκιμάσουν, «στο πετσί τους», τι σήμαινε η κατά μέτωπο επίθεση στο δυσπρόσιτο φυσικό οχυρό του Σουλίου. Την ίδια εμπειρία θα έχουν αργότερα και τα στρατεύματα του Αλή πασά, όταν θα αποπειραθούν να εισβάλουν, το 1792, στα τέσσερα Σουλιώτικα χωριά. Δεν είναι υπερβολή ότι το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έζησαν οι Σουλιώτες συνδέεται άμεσα με την εποποιία της επιβίωσης αλλά και του πολεμικού τους φρονήματος και αποτελεί ένα από τα κλειδιά της ερμηνείας των συμπεριφορών τους.
Οι Σουλιώτες κατοίκησαν ένα οροπέδιο (600 μ.) ανάμεσα σε δύο συμπαγείς οροσειρές, της Παραμυθιάς και εκείνης που έγινε έκτοτε γνωστή ως όρη Σουλίου (Βούτσι ή Κακοσούλι, 1553 μ. και Μούργκα, 1201 μ.). Εκεί αναπτύχθηκαν σε τέσσερις οικισμούς, το Σούλι, τη Σαμονίβα, την Κιάφα και τον Αβαρίκο, αθέατους από την κοιλάδα της Λάκκας, στις ανατολικές υπώρειες των σουλιωτικών βουνών, και από τον μεγάλο κάμπο του Φαναριού, στα δυτικά των βουνών της Παραμυθιάς. Από το νοτιότερο οικισμό, τον Αβαρίκο, μπορούσαν να κατεβαίνουν στη βαθιά και απόκρημνη χαράδρα, στο βάθος της οποίας ρέει ο Αχέρων, το ποτάμι που περιβάλλει τα σουλιώτικα βουνά σαν φυσική τάφρος για να καταλήξει σε ένα ευρύ δέλτα στην πεδιάδα του Φαναριού πριν εκβάλει στο Ιόνιο πέλαγος. Σε αυτό το ασφαλές φυσικό καταφύγιο εγκαταστάθηκε η αρχική, αλβανόφωνη σουλιώτικη ομάδα, στο πλαίσιο μιας μαζικής μεταναστευτικής κίνησης προς νότο, μέσα από δυσδιάκριτα δρομολόγια, αλβανικών ποιμενικών ομάδων, στη διάρκεια του 14ου αιώνα. Εκεί θα παραμείνει αφανής, ασκώντας την επιβιωτική της κτηνοτροφία, για να έλθει τετρακόσια χρόνια αργότερα, στο προσκήνιο της ιστορίας.
Πυρήνα της κοινωνικής συγκρότησης των Σουλιωτών αποτελούσαν οι φάρες, μεγάλες οργανωμένες αιματοσυγγενικές ομάδες του τύπου των διακλαδωμένων γενών. Κατά τον Περραιβό στον οικισμό του Σουλίου κατοικούσα 19 φάρες στις οποίες ανήκαν 425 οικογένειες, στη Σαμονίβα 3 φάρες και οικογένειες, στην Κιάφα 4 φάρες και οικογένειες και στον Αβαρίκο 3 φάρες και 55 οικογένειες (β’ έκδοση Ιστορίας Σουλίου και Πάργας. Βενετία, 1815). σπάνιτων πόρων, η δημογραφική πι ση και ο αγώνας της επιβίωσης σε ένα αντίξοο περιβάλλον ενεργοποιούσαν αντιπαλότητες ανάμεσα στις φάρες, η αντεκδίκηση, η γνωστή «βεντέτα», συνιστούσε εθιμική πρακτική. Οι φάρες δρούσαν αυτόνομα, υπακούοντας μόνο στον αρχηγό τους, ενώ συναποφάσιζαν σαν ενιαία κοινοτητα μεσω της μη θεσμικά κατοχυρωμένης συνάθροισης των αρχηγών των γενών, οι οποίοι, ωστόσο, διατηρούσαν την αυτονομία της δράσης τους.
Η κτηνοτροφία αποτελούσε την κύρια παραγωγική δραστηριότητα των τεσσάρων σουλιώτικων χωριών και η κατηγορία των φόρων, στην οποία ενέπιπτε το Σούλι υπό καθεστώς οθωμανικής κυριαρχίας, επικυρώνει τον κτηνοτροφικό χαρακτήρα της κοινότητας. Οι Σουλιώτες πλήρωναν τη δεκάτη από τα κτηνοτροφικά τους προϊόντα στον σπαχή του Σουλίου και απέδιδαν τον κεφαλικό φόρο στον σουλτάνο. Έτσι, παρ’ όλα όσα έχουν ειπωθεί, οι Σουλιώτες εκπλήρωναν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις απέναντι στην Πύλη και τους εκπροσώπους της, αποδεχόμενοι την οθωμανική νομιμότητα. Ωστόσο, η απουσία του σπαχή από το Σούλι (διέμενε στα Ιωάννινα) καθώς και η απουσία άλλων φορέων της οθωμανικής εξουσίας καθιστούσε το Σούλι μία κοινότητα χωρίς οθωμανική παρουσία στο εσωτερικό της με σχετικά περιθώρια αυτονομίας.
Μέσα στον 18ο αιώνα, η αλληλουχία αύξησης του πληθυσμού, στενότητας γης, εξάντλησης των βοσκοτόπων δημιουργεί εντάσεις στο Σούλι. Οι άλλοτε περιστασιακές, ένοπλες επιδρομές διαρπαγής εναντίον περιοίκων μουσουλμανικών αλλά και χριστιανικών πληθυσμών θα γίνουν καθεστώς. «Γενναίο και άρπαγα σουλιώτικο λαό» θα τους χαρακτηρίσουν οι Βενετοί, το 1792, ενώ, το 1800, ο Γάλλος πρόξενος στην Αρτα, G. Dupre, θα επισημάνει ότι οι Σουλιώτες ζουν ανεξάρτητοι από την παραγωγή της περιοχής και μέσω αρπαγών που ασκούν σε βάρος των γειτόνων τους με τους οποίους βρίσκονται συνέχεια σε πόλεμο. Ο Περραιβός υπογραμμίζει την «παιδιόθεν» συστηματική ενασχόληση των Σουλιωτών με τα όπλα, τα οποία έχουν αποκτηθεί μέσω του εκ- χρηματισμού των προϊόντων της κτηνοτροφίας. Άλλωστε οι Σουλιώτες δεν πρωτοτυπούν. Η ληστεία και η διαρπαγή, ως τρόπος βιοπορισμού, ενδημούν στην ευρύτερη ημιορεινή και πεδινή ζώνη. Ωστόσο. η ποιμενική σουλιώτικη κοινωνία των υψιπέδων διαθέτει πλεονεκτήματα. Εξορμώντας από ένα φυσικό οχυρό, ασκώντας μικρή, μη εποχικά μετακινούμενη κτηνοτροφία, χωρίς οθωμανική παρουσία στο εσωτερικό της, μπορούσε να οργανώνει «εκ του ασφαλούς» την επιθετικότητά της.
Γενικότερες εξελίξεις υποβοηθούν και προσανατολίζουν αυτή την επιθετικότητα. Η αποδυνάμωση της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας, οι αλλαγές στο δημοσιονομικό σύστημα, οι οικονομικές πιέσεις που επήλθαν ως εκ τούτου σε βάρος του χριστιανού παραγωγού, η προσφυγή στην άσκηση βίας εκ μέρους των διαφόρων φορέων της οικονομικο-διοικητικής ιεραρχίας για αύξηση των κερδών τους είχαν ως συνέπεια να καταφεύγει, πολλές φορές, ο χριστιανικός παραγωγικός πληθυσμός κατά κοινότητες στην αναζήτηση προστασίας εκ μέρους κάποιου ισχυρού μουσουλμάνου παράγοντα της περιοχής. Ο τελευταίος την εξασφάλιζε έναντι ετήσιων παροχών σε είδος ή σε χρήμα. Ωστόσο, η δημιουργία και η γενίκευση αυτών των μηχανισμών κατέληγαν με τη σειρά τους σε όλο και μεγαλύτερη εκμετάλλευση των χωρικών που έφθανε έως την ιδιοποίηση της γης τους από τους παρέχοντες την προστασία. Η παροχή προστασίας, που εμφανίζεται στην Ήπειρο γύρω στα μέσα του 17ου αι., θα γενικευθεί στα τέλη του ίδιου αιώνα, ενώ θα προσφεύγουν εξ ανάγκης σε αυτήν τα περισσότερα χωριά στα μέσα του 18ου αι. Η δημογραφική αύξηση και η ανεπάρκεια των πόρων στα τέσσερα σουλιοτοχώρια θα εξωθήσουν τους κατοίκους τους, μέσα στον 18ο αι., να εκμεταλλευθούν την πολεμική δεινότητα που είχαν αποκτήσει στη διάρκεια μιας μακρόχρονης πρακτικής επιδρομών και αρπαγών. Έτσι. τα φτωχά και απομονωμένα μέχρι τότε σουλιώτικα γένη εξέρχονται δυναμικά από τον ορεινό τους θύλακα προς την ημιορεινή ζώνη και κυρίως τα πεδινά ως ένοπλη δύναμη που παρέχει προστασία. Ένας χριστιανικός πληθυσμός θα ασκεί πλέον ένοπλη προστασία παράλληλα με το κυρίαρχο μουσουλμανικό στοιχείο. Μετά από αυτή την εξέλιξη, δρομολογείται, σχεδόν αναπόφευκτα, η δυναμική σύγκρουσης των Σουλιωτών με την οθωμανική εξουσία και τους τοπικούς εκπροσώπους της.
Βάσω Ψιμούλη – Διδάκτωρ Ιστορίας
Τα Νέα, 1/9/2000
Στο λυκόφως του 18ου αιώνα, σε συνθήκες διαμόρφωσης της σύγχρονης ελληνικής εθνικής ταυτότητας, οι Σουλιώτες αποτελούν, ήδη, σημείο αναφοράς του επαναστατικού λόγου. Στο θούριο, ο Ρήγας θα απευθυνθεί, το 1797 από τη Βιέννη, μεταξύ άλλων και στους πολεμικούς Σουλιώτες. Θα τους αποκαλέσει, «λιοντάρια ξακουστά». Είναι η χρονιά που ο Ρήγας συλλαμβάνεται στην Τεργέστη μαζί με τον Χρ. Περραιβό. Ο τελευταίος, μετά την απελευθέρωση του, θα γνωρίσει από κοντά τον ορεινό σουλιώτικο πληθυσμό, του οποίου θα γίνει αμέσως μετά θαυμαστής και ιστορικός. Στην πρώτη έκδοση του έργου του, «Ιστορία του Σουλίου και Πάργας» (1803), θα αναγορεύσει τους Σουλιώτες σε μαχητές ισάξιους των Λακεδαιμονίων προγόνων. Δεν θα υστερήσει σε θαυμασμό ο Κοραής, συμβάλλοντας, τον ίδιο χρόνο, στη δημοσιοποίηση των αγώνων τους, ενώ τρία χρόνια αργότερα (1806), ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας θα θεωρήσει αυτούς τους αγώνες υπόδειγμα στάσης, την οποία οφείλουν να ενστερνιστούν, έναντι του τυράννου, άπαντες οι Έλληνες. Στο γύρισμα του αιώνα όλοι αναφέρονται σε αγώνες όταν μιλάνε για το Σούλι. Δεν έχουν άδικο. Η πολεμική ιστορία του μετράει ήδη αρκετές δεκαετίες.
Οι οθωμανικές αρχές, εκπροσωπούμενες από τους γειτονικούς πασάδες, στρέφονται μεταξύ 1731-1733 εναντίον της ευρύτερης περιοχής του Σουλίου, η οποία θεωρείται από την Πύλη ως κέντρο φυγόδικων, ανταρτών και στασιαστών. Λίγο αργότερα, το 1754, γραπτή μαρτυρία, «ενθύμηση, σε εκκλησιαστικό βιβλίο χωριού της περιοχής αφηγείται μια άλλη επίθεση, εκείνη του Μουσταφά πασά των Ιωαννίνων εναντίον του Σουλίου. Αλλά και είκοσι χρόνια μετά, από την αντίπερα όχθη, οι Βενετοί των Επτανήσων παρακολουθούν, με ανησυχία, τους αγάδες και μπέηδες της Τσαμουριάς να επιτίθενται, το 1772, με πέντε χιλιάδες Τουρκαλβανούς, εναντίον του Σουλίου, σε μιά επιχείρηση επαναφοράς των κατοίκων του στο προηγούμενο καθεστώς υποταγής. Μαθαίνουν ότι σκαρφάλωσαν στο σουλιώτικο βουνό, αποκρούστηκαν και εξαναγκάστηκαν, τελικά, σε άτακτη φυγή και αιχμαλωσία. Αυτοί οι Τσάμηδες είναι από τους πρώτους που θα δοκιμάσουν, «στο πετσί τους», τι σήμαινε η κατά μέτωπο επίθεση στο δυσπρόσιτο φυσικό οχυρό του Σουλίου. Την ίδια εμπειρία θα έχουν αργότερα και τα στρατεύματα του Αλή πασά, όταν θα αποπειραθούν να εισβάλουν, το 1792, στα τέσσερα Σουλιώτικα χωριά. Δεν είναι υπερβολή ότι το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έζησαν οι Σουλιώτες συνδέεται άμεσα με την εποποιία της επιβίωσης αλλά και του πολεμικού τους φρονήματος και αποτελεί ένα από τα κλειδιά της ερμηνείας των συμπεριφορών τους.
Η ορεινή, ποιμενική – πολεμική Σουλιώτικη κοινωνίαΟι Σουλιώτες κατοίκησαν ένα οροπέδιο (600 μ.) ανάμεσα σε δύο συμπαγείς οροσειρές, της Παραμυθιάς και εκείνης που έγινε έκτοτε γνωστή ως όρη Σουλίου (Βούτσι ή Κακοσούλι, 1553 μ. και Μούργκα, 1201 μ.). Εκεί αναπτύχθηκαν σε τέσσερις οικισμούς, το Σούλι, τη Σαμονίβα, την Κιάφα και τον Αβαρίκο, αθέατους από την κοιλάδα της Λάκκας, στις ανατολικές υπώρειες των σουλιωτικών βουνών, και από τον μεγάλο κάμπο του Φαναριού, στα δυτικά των βουνών της Παραμυθιάς. Από το νοτιότερο οικισμό, τον Αβαρίκο, μπορούσαν να κατεβαίνουν στη βαθιά και απόκρημνη χαράδρα, στο βάθος της οποίας ρέει ο Αχέρων, το ποτάμι που περιβάλλει τα σουλιώτικα βουνά σαν φυσική τάφρος για να καταλήξει σε ένα ευρύ δέλτα στην πεδιάδα του Φαναριού πριν εκβάλει στο Ιόνιο πέλαγος. Σε αυτό το ασφαλές φυσικό καταφύγιο εγκαταστάθηκε η αρχική, αλβανόφωνη σουλιώτικη ομάδα, στο πλαίσιο μιας μαζικής μεταναστευτικής κίνησης προς νότο, μέσα από δυσδιάκριτα δρομολόγια, αλβανικών ποιμενικών ομάδων, στη διάρκεια του 14ου αιώνα. Εκεί θα παραμείνει αφανής, ασκώντας την επιβιωτική της κτηνοτροφία, για να έλθει τετρακόσια χρόνια αργότερα, στο προσκήνιο της ιστορίας.
Πυρήνα της κοινωνικής συγκρότησης των Σουλιωτών αποτελούσαν οι φάρες, μεγάλες οργανωμένες αιματοσυγγενικές ομάδες του τύπου των διακλαδωμένων γενών. Κατά τον Περραιβό στον οικισμό του Σουλίου κατοικούσα 19 φάρες στις οποίες ανήκαν 425 οικογένειες, στη Σαμονίβα 3 φάρες και οικογένειες, στην Κιάφα 4 φάρες και οικογένειες και στον Αβαρίκο 3 φάρες και 55 οικογένειες (β’ έκδοση Ιστορίας Σουλίου και Πάργας. Βενετία, 1815). σπάνιτων πόρων, η δημογραφική πι ση και ο αγώνας της επιβίωσης σε ένα αντίξοο περιβάλλον ενεργοποιούσαν αντιπαλότητες ανάμεσα στις φάρες, η αντεκδίκηση, η γνωστή «βεντέτα», συνιστούσε εθιμική πρακτική. Οι φάρες δρούσαν αυτόνομα, υπακούοντας μόνο στον αρχηγό τους, ενώ συναποφάσιζαν σαν ενιαία κοινοτητα μεσω της μη θεσμικά κατοχυρωμένης συνάθροισης των αρχηγών των γενών, οι οποίοι, ωστόσο, διατηρούσαν την αυτονομία της δράσης τους.
Η κτηνοτροφία αποτελούσε την κύρια παραγωγική δραστηριότητα των τεσσάρων σουλιώτικων χωριών και η κατηγορία των φόρων, στην οποία ενέπιπτε το Σούλι υπό καθεστώς οθωμανικής κυριαρχίας, επικυρώνει τον κτηνοτροφικό χαρακτήρα της κοινότητας. Οι Σουλιώτες πλήρωναν τη δεκάτη από τα κτηνοτροφικά τους προϊόντα στον σπαχή του Σουλίου και απέδιδαν τον κεφαλικό φόρο στον σουλτάνο. Έτσι, παρ’ όλα όσα έχουν ειπωθεί, οι Σουλιώτες εκπλήρωναν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις απέναντι στην Πύλη και τους εκπροσώπους της, αποδεχόμενοι την οθωμανική νομιμότητα. Ωστόσο, η απουσία του σπαχή από το Σούλι (διέμενε στα Ιωάννινα) καθώς και η απουσία άλλων φορέων της οθωμανικής εξουσίας καθιστούσε το Σούλι μία κοινότητα χωρίς οθωμανική παρουσία στο εσωτερικό της με σχετικά περιθώρια αυτονομίας.
Μέσα στον 18ο αιώνα, η αλληλουχία αύξησης του πληθυσμού, στενότητας γης, εξάντλησης των βοσκοτόπων δημιουργεί εντάσεις στο Σούλι. Οι άλλοτε περιστασιακές, ένοπλες επιδρομές διαρπαγής εναντίον περιοίκων μουσουλμανικών αλλά και χριστιανικών πληθυσμών θα γίνουν καθεστώς. «Γενναίο και άρπαγα σουλιώτικο λαό» θα τους χαρακτηρίσουν οι Βενετοί, το 1792, ενώ, το 1800, ο Γάλλος πρόξενος στην Αρτα, G. Dupre, θα επισημάνει ότι οι Σουλιώτες ζουν ανεξάρτητοι από την παραγωγή της περιοχής και μέσω αρπαγών που ασκούν σε βάρος των γειτόνων τους με τους οποίους βρίσκονται συνέχεια σε πόλεμο. Ο Περραιβός υπογραμμίζει την «παιδιόθεν» συστηματική ενασχόληση των Σουλιωτών με τα όπλα, τα οποία έχουν αποκτηθεί μέσω του εκ- χρηματισμού των προϊόντων της κτηνοτροφίας. Άλλωστε οι Σουλιώτες δεν πρωτοτυπούν. Η ληστεία και η διαρπαγή, ως τρόπος βιοπορισμού, ενδημούν στην ευρύτερη ημιορεινή και πεδινή ζώνη. Ωστόσο. η ποιμενική σουλιώτικη κοινωνία των υψιπέδων διαθέτει πλεονεκτήματα. Εξορμώντας από ένα φυσικό οχυρό, ασκώντας μικρή, μη εποχικά μετακινούμενη κτηνοτροφία, χωρίς οθωμανική παρουσία στο εσωτερικό της, μπορούσε να οργανώνει «εκ του ασφαλούς» την επιθετικότητά της.
Γενικότερες εξελίξεις υποβοηθούν και προσανατολίζουν αυτή την επιθετικότητα. Η αποδυνάμωση της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας, οι αλλαγές στο δημοσιονομικό σύστημα, οι οικονομικές πιέσεις που επήλθαν ως εκ τούτου σε βάρος του χριστιανού παραγωγού, η προσφυγή στην άσκηση βίας εκ μέρους των διαφόρων φορέων της οικονομικο-διοικητικής ιεραρχίας για αύξηση των κερδών τους είχαν ως συνέπεια να καταφεύγει, πολλές φορές, ο χριστιανικός παραγωγικός πληθυσμός κατά κοινότητες στην αναζήτηση προστασίας εκ μέρους κάποιου ισχυρού μουσουλμάνου παράγοντα της περιοχής. Ο τελευταίος την εξασφάλιζε έναντι ετήσιων παροχών σε είδος ή σε χρήμα. Ωστόσο, η δημιουργία και η γενίκευση αυτών των μηχανισμών κατέληγαν με τη σειρά τους σε όλο και μεγαλύτερη εκμετάλλευση των χωρικών που έφθανε έως την ιδιοποίηση της γης τους από τους παρέχοντες την προστασία. Η παροχή προστασίας, που εμφανίζεται στην Ήπειρο γύρω στα μέσα του 17ου αι., θα γενικευθεί στα τέλη του ίδιου αιώνα, ενώ θα προσφεύγουν εξ ανάγκης σε αυτήν τα περισσότερα χωριά στα μέσα του 18ου αι. Η δημογραφική αύξηση και η ανεπάρκεια των πόρων στα τέσσερα σουλιοτοχώρια θα εξωθήσουν τους κατοίκους τους, μέσα στον 18ο αι., να εκμεταλλευθούν την πολεμική δεινότητα που είχαν αποκτήσει στη διάρκεια μιας μακρόχρονης πρακτικής επιδρομών και αρπαγών. Έτσι. τα φτωχά και απομονωμένα μέχρι τότε σουλιώτικα γένη εξέρχονται δυναμικά από τον ορεινό τους θύλακα προς την ημιορεινή ζώνη και κυρίως τα πεδινά ως ένοπλη δύναμη που παρέχει προστασία. Ένας χριστιανικός πληθυσμός θα ασκεί πλέον ένοπλη προστασία παράλληλα με το κυρίαρχο μουσουλμανικό στοιχείο. Μετά από αυτή την εξέλιξη, δρομολογείται, σχεδόν αναπόφευκτα, η δυναμική σύγκρουσης των Σουλιωτών με την οθωμανική εξουσία και τους τοπικούς εκπροσώπους της.
Βάσω Ψιμούλη – Διδάκτωρ Ιστορίας
Τα Νέα, 1/9/2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου