Από τον 14ο αιώνα, όταν η Φλωρεντία και οι άλλες ιταλικές πόλεις-κράτη δημιούργησαν τα πρώτα ομόλογα προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τους ιδιωτικούς στρατούς (τους περίφημους Condottieri) που διεξήγαγαν τους μεταξύ τους πολέμους, έχει περάσει περισσότερο από μισή χιλιετηρίδα. Επειδή, αν δεν πληρώνονταν, οι Condotierri απλώς θα προσέφευγαν στον αντίπαλο που διέθετε χρήματα, οι Ιταλοί εξέδωσαν ομόλογα. Δανείζονταν δηλαδή από τις εύπορες οικογένειες για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Οι επενδυτές θα έπαιρναν πίσω όλα τα χρήματά τους στη λήξη του ομολόγου, αλλά και ένα ετήσιο επιτόκιο. Τα συγκεκριμένα ομόλογα μπορούσαν να πωληθούν και σε τρίτους, οπότε ακόμα και άνθρωποι από τη μεσαία τάξη κατάφεραν να εξασφαλίσουν κάποια απόδοση για τα χρήματά τους. Εκείνη την εποχή, στις ιταλικές πόλεις σχεδόν οι πάντες συζητούσαν για τα ομόλογα και την απόδοσή τους, δηλαδή το ετήσιο επιτόκιο που προσέφεραν στους αγοραστές, καθώς είχαν δημιουργηθεί «βουνά» δανείων. Ακόμα και οι φτωχοί που δεν μπορούσαν να αγοράσουν ομόλογα υφίσταντο σκληρή φορολογία προκειμένου το κράτος να πληρώνει τους πιστωτές του.
Σήμερα, ακόμα και στο τελευταίο ελληνικό καφενείο ακούς για τα περίφημα spreads, για τα ομόλογα και για άλλα σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα, όπως τα CDS. Τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με «τη νέα άνοδο ή πτώση των spreads των ελληνικών ομολόγων», τους κερδοσκόπους και άλλα δυσνόητα για τον μέσο πολίτη. Ο τελευταίος έχει πλέον καταλάβει ότι η άνοδος των spreads είναι κάτι αρνητικό, αλλά δυσκολεύεται να κατανοήσει το γιατί.
Τι είναι τελικά το spread και γιατί η διεύρυνσή του προκαλεί πλέον ανησυχία ακόμα και στο μικρότερο ελληνικό χωριό; Γιατί εν τέλει δυσκολευόμαστε πλέον να δανειστούμε ως χώρα και προσφέρουμε ολοένα και υψηλότερα επιτόκια σε όσους αγοράζουν ελληνικά ομόλογα;
Το spread δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαφορά επιτοκίου (της απόδοσης που προσφέρεται στους επενδυτές) μεταξύ των ομολόγων δύο διαφορετικών χωρών. Στην περίπτωση της Ελλάδας το spread είναι η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που δανείζεται η Γερμανία και του επιτοκίου με το οποίο δανείζεται η Ελλάδα. Η Γερμανία δανείζεται σήμερα εκδίδοντας ομόλογα που προσφέρουν απόδοση 3,07% και η Ελλάδα με απόδοση περί το 7%. Συνεπώς, το spread είναι 4% ή 400 μονάδες βάσης. Γιατί χρησιμοποιείται ευρέως η σύγκριση με τη Γερμανία; Γιατί είναι η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης και θεωρείται από τις πλέον σταθερές και χαμηλού ρίσκου.
Με άλλα λόγια, όσο πιο σταθερή θεωρείται μία οικονομία (και όσο πιο σίγουροι αισθάνονται οι επενδυτές πως θα πάρουν πίσω τα λεφτά τους) τόσο χαμηλότερη είναι η διαφορά από την απόδοση του γερμανικού ομολόγου, δηλαδή το spread. Οταν οι επενδυτές αγοράζουν γερμανικά ομόλογα, αισθάνονται ασφαλείς με απόδοση 3,07%. Για να αγοράσουν ελληνικά θέλουν μεγαλύτερες εξασφαλίσεις, δηλαδή μεγαλύτερο επιτόκιο και spread, και έτσι φτάνουμε στο επιτόκιο του 7%, δηλαδή σε spread άνω των 400 μονάδων βάσης έναντι των γερμανικών ομολόγων.
Για να πάρετε μιαν ιδέα της ισχύος των παικτών της παγκόσμιας αγοράς ομολόγων δείτε αυτά τα νούμερα: ο παγκόσμιος πλούτος που παρήχθη το 2006 ανερχόταν σε 47 τρισ. δολάρια. Η συνολική αξία των μετοχών σε όλα τα χρηματιστήρια του κόσμου έφτανε τα 51 δισ. και των ομολόγων τα 68 δισ. δολάρια. Το 2008 η αγορά ομολόγων εκτοξεύθηκε στα 83 τρισ. δολάρια. Οι παίκτες στην αγορά ομολόγων (συνταξιοδοτικά ταμεία, τράπεζες, κερδοσκοπικά επενδυτικά σχήματα, κ.λπ.) είναι δηλαδή πανίσχυροι.
Η αγορά ομολόγων κρίνει καθημερινά την αξιοπιστία κάθε κυβέρνησης όσον αφορά την ανάπτυξη μιας χώρας. Αλλά η αληθινή ισχύς της συνδέεται με την ικανότητά της να τιμωρήσει μια κυβέρνηση με υψηλότερο κόστος δανεισμού επειδή θεωρεί πως δεν κάνει αρκετά για να εξασφαλίσει τους δανειστές της. Ακόμα και μια άνοδος μισής μονάδας (π.χ. από 3% στο 3,5%) στο spread μιας χώρας προκαλεί σοβαρό πλήγμα στα οικονομικά της, καθώς πρέπει να πληρώσει δισ. ευρώ περισσότερα σε τόκους για τα δάνεια που έχει λάβει. Συνεπώς, έχει λιγότερα χρήματα για επενδύσεις π.χ. στην παιδεία ή την υγεία.
Το υψηλότερο spread οδηγεί με τη σειρά του σε περαιτέρω διεύρυνση του χρέους μιας χώρας (γιατί στα υφιστάμενα δάνεια που έχει λάβει προστίθενται ολοένα και υψηλότεροι τόκοι). Τότε οι αγοραστές των ομολόγων αρχίζουν να τα πουλάνε, γιατί φοβούνται πως η χώρα θα δυσκολευτεί να αποπληρώσει το χρέος της. Τα spreads ανεβαίνουν ακόμα περισσότερο.
Τρεις λύσεις
Κάποια στιγμή, η χώρα βρίσκεται μπροστά σε τρεις εναλλακτικές λύσεις: Πρώτον, να χρεοκοπήσει επιβεβαιώνοντας τους φόβους των επενδυτών, δηλαδή να δηλώσει πως αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη και να προχωρήσει σε ρύθμιση με τους πιστωτές (π.χ. να τους πει ότι θα λάβουν τα χρήματά τους όχι σε είκοσι αλλά σε τριάντα χρόνια ή ότι θα λάβουν 70 ευρωλεπτά για κάθε 1 ευρώ που της έχουν δανείσει). Δεύτερον, να ενισχύσει την αξιοπιστία της απέναντι στις αγορές (π.χ. με συμμάζεμα των οικονομικών της, μείωση δαπανών, κ.λπ.), ώστε να τους πείσει πως θα αποπληρώσει τα δάνεια που έχει λάβει. Τρίτον, να αυξήσει τους φόρους, ώστε να έχει περισσότερα έσοδα προκειμένου να πληρώσει το χρέος της.
Μερικές φορές όμως, ακόμα και οι δήθεν αλάθητη και πανίσχυρη αγορά ομολόγων κάνει λάθη. Την περίοδο 1998 - 2000 το spread των ομολόγων της Αργεντινής έναντι των αμερικανικών ήταν 644 μονάδες βάσης (δηλαδή, δανείζονταν με επιτόκιο 6,4% υψηλότερο των ΗΠΑ). Αποδείχθηκε ότι οι δανειστές της Αργεντινής είχαν υποεκτιμήσει το ρίσκο της χώρας. Οταν στις αρχές του 2002 ανακοινώθηκε η χρεοκοπία, το spread πήγε στις 5.500 μονάδες βάσης. Τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου είχε εκτιναχθεί στις 7.000 μονάδες! Οι 500.000 δανειστές (τράπεζες, συνταξιοδοτικά ταμεία, κ.λπ.) έλαβαν μόνο 38 σεντς για κάθε δολάριο που είχαν δανείσει στην Αργεντινή και χρειάστηκαν χρόνια προκειμένου τα spreads να επανέλθουν στα επίπεδα των 500 μονάδων.
ΠΗΓΕΣ: Τα βιβλία «The Ascent of Money» του Niall Ferguson (καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Harvard) και «The Return of Depression Economics» του νομπελίστα Paul Krugman (καθηγητής στο Princeton).
Σήμερα, ακόμα και στο τελευταίο ελληνικό καφενείο ακούς για τα περίφημα spreads, για τα ομόλογα και για άλλα σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα, όπως τα CDS. Τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με «τη νέα άνοδο ή πτώση των spreads των ελληνικών ομολόγων», τους κερδοσκόπους και άλλα δυσνόητα για τον μέσο πολίτη. Ο τελευταίος έχει πλέον καταλάβει ότι η άνοδος των spreads είναι κάτι αρνητικό, αλλά δυσκολεύεται να κατανοήσει το γιατί.
Τι είναι τελικά το spread και γιατί η διεύρυνσή του προκαλεί πλέον ανησυχία ακόμα και στο μικρότερο ελληνικό χωριό; Γιατί εν τέλει δυσκολευόμαστε πλέον να δανειστούμε ως χώρα και προσφέρουμε ολοένα και υψηλότερα επιτόκια σε όσους αγοράζουν ελληνικά ομόλογα;
Το spread δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαφορά επιτοκίου (της απόδοσης που προσφέρεται στους επενδυτές) μεταξύ των ομολόγων δύο διαφορετικών χωρών. Στην περίπτωση της Ελλάδας το spread είναι η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που δανείζεται η Γερμανία και του επιτοκίου με το οποίο δανείζεται η Ελλάδα. Η Γερμανία δανείζεται σήμερα εκδίδοντας ομόλογα που προσφέρουν απόδοση 3,07% και η Ελλάδα με απόδοση περί το 7%. Συνεπώς, το spread είναι 4% ή 400 μονάδες βάσης. Γιατί χρησιμοποιείται ευρέως η σύγκριση με τη Γερμανία; Γιατί είναι η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης και θεωρείται από τις πλέον σταθερές και χαμηλού ρίσκου.
Με άλλα λόγια, όσο πιο σταθερή θεωρείται μία οικονομία (και όσο πιο σίγουροι αισθάνονται οι επενδυτές πως θα πάρουν πίσω τα λεφτά τους) τόσο χαμηλότερη είναι η διαφορά από την απόδοση του γερμανικού ομολόγου, δηλαδή το spread. Οταν οι επενδυτές αγοράζουν γερμανικά ομόλογα, αισθάνονται ασφαλείς με απόδοση 3,07%. Για να αγοράσουν ελληνικά θέλουν μεγαλύτερες εξασφαλίσεις, δηλαδή μεγαλύτερο επιτόκιο και spread, και έτσι φτάνουμε στο επιτόκιο του 7%, δηλαδή σε spread άνω των 400 μονάδων βάσης έναντι των γερμανικών ομολόγων.
Για να πάρετε μιαν ιδέα της ισχύος των παικτών της παγκόσμιας αγοράς ομολόγων δείτε αυτά τα νούμερα: ο παγκόσμιος πλούτος που παρήχθη το 2006 ανερχόταν σε 47 τρισ. δολάρια. Η συνολική αξία των μετοχών σε όλα τα χρηματιστήρια του κόσμου έφτανε τα 51 δισ. και των ομολόγων τα 68 δισ. δολάρια. Το 2008 η αγορά ομολόγων εκτοξεύθηκε στα 83 τρισ. δολάρια. Οι παίκτες στην αγορά ομολόγων (συνταξιοδοτικά ταμεία, τράπεζες, κερδοσκοπικά επενδυτικά σχήματα, κ.λπ.) είναι δηλαδή πανίσχυροι.
Η αγορά ομολόγων κρίνει καθημερινά την αξιοπιστία κάθε κυβέρνησης όσον αφορά την ανάπτυξη μιας χώρας. Αλλά η αληθινή ισχύς της συνδέεται με την ικανότητά της να τιμωρήσει μια κυβέρνηση με υψηλότερο κόστος δανεισμού επειδή θεωρεί πως δεν κάνει αρκετά για να εξασφαλίσει τους δανειστές της. Ακόμα και μια άνοδος μισής μονάδας (π.χ. από 3% στο 3,5%) στο spread μιας χώρας προκαλεί σοβαρό πλήγμα στα οικονομικά της, καθώς πρέπει να πληρώσει δισ. ευρώ περισσότερα σε τόκους για τα δάνεια που έχει λάβει. Συνεπώς, έχει λιγότερα χρήματα για επενδύσεις π.χ. στην παιδεία ή την υγεία.
Το υψηλότερο spread οδηγεί με τη σειρά του σε περαιτέρω διεύρυνση του χρέους μιας χώρας (γιατί στα υφιστάμενα δάνεια που έχει λάβει προστίθενται ολοένα και υψηλότεροι τόκοι). Τότε οι αγοραστές των ομολόγων αρχίζουν να τα πουλάνε, γιατί φοβούνται πως η χώρα θα δυσκολευτεί να αποπληρώσει το χρέος της. Τα spreads ανεβαίνουν ακόμα περισσότερο.
Τρεις λύσεις
Κάποια στιγμή, η χώρα βρίσκεται μπροστά σε τρεις εναλλακτικές λύσεις: Πρώτον, να χρεοκοπήσει επιβεβαιώνοντας τους φόβους των επενδυτών, δηλαδή να δηλώσει πως αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη και να προχωρήσει σε ρύθμιση με τους πιστωτές (π.χ. να τους πει ότι θα λάβουν τα χρήματά τους όχι σε είκοσι αλλά σε τριάντα χρόνια ή ότι θα λάβουν 70 ευρωλεπτά για κάθε 1 ευρώ που της έχουν δανείσει). Δεύτερον, να ενισχύσει την αξιοπιστία της απέναντι στις αγορές (π.χ. με συμμάζεμα των οικονομικών της, μείωση δαπανών, κ.λπ.), ώστε να τους πείσει πως θα αποπληρώσει τα δάνεια που έχει λάβει. Τρίτον, να αυξήσει τους φόρους, ώστε να έχει περισσότερα έσοδα προκειμένου να πληρώσει το χρέος της.
Μερικές φορές όμως, ακόμα και οι δήθεν αλάθητη και πανίσχυρη αγορά ομολόγων κάνει λάθη. Την περίοδο 1998 - 2000 το spread των ομολόγων της Αργεντινής έναντι των αμερικανικών ήταν 644 μονάδες βάσης (δηλαδή, δανείζονταν με επιτόκιο 6,4% υψηλότερο των ΗΠΑ). Αποδείχθηκε ότι οι δανειστές της Αργεντινής είχαν υποεκτιμήσει το ρίσκο της χώρας. Οταν στις αρχές του 2002 ανακοινώθηκε η χρεοκοπία, το spread πήγε στις 5.500 μονάδες βάσης. Τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου είχε εκτιναχθεί στις 7.000 μονάδες! Οι 500.000 δανειστές (τράπεζες, συνταξιοδοτικά ταμεία, κ.λπ.) έλαβαν μόνο 38 σεντς για κάθε δολάριο που είχαν δανείσει στην Αργεντινή και χρειάστηκαν χρόνια προκειμένου τα spreads να επανέλθουν στα επίπεδα των 500 μονάδων.
ΠΗΓΕΣ: Τα βιβλία «The Ascent of Money» του Niall Ferguson (καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Harvard) και «The Return of Depression Economics» του νομπελίστα Paul Krugman (καθηγητής στο Princeton).
Espressonews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου