Η ζωγραφική του Πικιώνη«Από την Φύση», «Αναμνήσεις από το Παρίσι», «Αρχαία», «Βυζαντινά», «Της Φαντασίας», «Λαϊκά» αυτές οι λέξεις ήταν γραμμένες σε φακέλους προσεκτικά τοποθετημένους στη μεγάλη ξύλινη κασέλα που είχε τοποθετήσει την αφανή του «περιουσία» ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης. Περιείχαν έργα ζωγραφικής, ταξινομημένα από τον ίδιο, τα πειστήρια μίας καθοριστικής περιόδου της ζωής του. Αυτό το υλικό, που ανακάλυψε η κόρη του Ανθή το 1958 όταν θα μετακόμιζε η οικογένεια από το πατρικό σπίτι της οδού Βιζυηνού (συνοικία Κυπριάδου - Άνω Πατήσια) παρουσιάζεται τον Δεκέμβριο στους χώρους του μουσείου Μπενάκη, διαρθρωμένο με τις ίδιες ενότητες στις οποίες χώρισε ο αρχιτέκτονας στο έργο του.
Τα έργα του πάνω σε χαρτί ή καμβά είναι ταυτόσημα με τα μέρη της εξίσωσης που αντανακλάται στο έργο του Δημήτρη Πικιώνη ως αρχιτέκτονα. Ο κώδικας που του επέτρεψε να εκλάβει την τέχνη την οποία έμελλε να υπηρετήσει, εκείνη της αρχιτεκτονικής. Με ίσως πιο ξεκάθαρη αναγωγή στο ζωγραφικό παρελθόν του, την πιο διάσημη παρέμβαση του στον αστικό ιστό: την διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου του ιερού βράχου της Ακρόπολης.
Η ζωγραφική ήταν μια τέχνη ήδη γραμμένη στο χρωμόσωμα της οικογένειας του: ο πατέρας του ζωγράφιζε ερασιτεχνικά. Ο ίδιος όπως θυμόταν από τα χρόνια που ξεκινούσε η μνήμη του «όταν κάποτε ένας θειος μου, απλός άνθρωπος, με παρακάλεσε να του ζωγραφίσω ένα γαϊδουράκι, το 'κανα αποσπώντας των άλλων τον έπαινο, μένοντας όμως εγώ με την υπόνοια πως, παρά την αληθοφάνειά του, χρειαζόταν κάτι άλλο για να καταξιώσει την έκφρασή του».
Το υλικό μιας ζωής... σε έκθεσηΤα περισσότερα έργα του Δημήτρη Πικιώνη που παρουσιάζονται στην έκθεση είναι σχέδια –πολλά απ' αυτά σε πολύ μικρά χαρτάκια. Υπάρχουν επίσης λάδια σε χαρτόνι ή μουσαμά καθώς και ακουαρέλλες, παστέλ και κολάζ. Τα μεγαλύτερων διαστάσεων φτάνουν στο μέγεθος 60 x 70 εκατοστά. Η Ανθή Πικιώνη αφοσιώθηκε στη συγκέντρωση, μελέτη και ταξινόμηση του αρχείου του αλλά και κάθε προσιτής γραπτής αναφοράς στο έργο του, παραχωρώντας τα στο Μουσείο Μπενάκη.
Στην έκθεση θα παρουσιαστούν όλες οι αρχιτεκτονικές μελέτες και οι ζωγραφικές δημιουργίες του Πικιώνη «Ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική, κείμενα, λαογραφικές μελέτες, διδασκαλία. Τότε μόνο θα γίνει αντιληπτό ότι το έργο αυτό είναι αδιαίρετο και όπως Οι διάφορες πλευρές του αλληλοφωτίζονται και συγκλίνουν σ' ένα καθορισμένο πνευματικό μήνυμα, αποκαλύπτουν ένα λίγο πολύ στέρεο και συγκεκριμένο όραμα» σημειώνει για τον πολυπράγμωνα ο αρχιτέκτων - πολεοδόμος Παναγής Ψωμόπουλος.
Όπως έλεγε ο Δημήτρης Πικιώνης «Η κατάχρηση του νοήματος της τέχνης απαιτεί βαθύ στοχασμό και λεπτότητα διαισθητικής δυνάμεως, ώστε ο προσήλυτος να εισχωρήσει με καιρό και με κόπο ως το άδυτο όπου θα του αποκαλυφθεί η εσώτερη αλήθεια. Τούτο το δρόμο πάσχισα να διανύσω κι εγώ μ' όσες δυνάμεις διέθετα».
* Το ζωγραφικό έργο του Δημήτρη Πικιώνη, στις ενότητες που ο ίδιος είχε προσδιορίσει παρουσιάζεται στο κεντρικό κτήριο του Μπενάκη (Κουμπάρη 1, Κολωνάκι). Πρόκειται για το πρώτο από τα δύο μέρη της έκθεσης. Η δεύτερη ενότητα είναι αφιερωμένη στο σύνολο του αρχιτεκτονικού του έργου.
Η (καλλιτεχνική) πορεία μιας ζωήςΤο 1903 ο Δημήτρης Πικιώνης αποφοίτησε από το Γυμνάσιο και συνάμα έπρεπε να επιλέξει το επάγγελμα που θα ακολουθούσε στην ζωή του. Το 1904 γράφτηκε στο Πολυτεχνείο. Απέναντι του βρισκόταν η Σχολή Καλών Τεχνών. Δεν μπορούσε να αποφύγει την εσωτερική του έλξη για την τέχνη που του αναστάτωνε την ύπαρξη. Σχετίστηκε φιλικά με τον σπουδαστή τότε Ντε Κύρικο συζητώντας μαζί του όπως θυμόταν «ώρες μακριές κάτω από τις στοές του Πολυτεχνείου για τη Ζωγραφική και τα μελλοντικά σχέδιά μας».
Το 1906 εφοδιασμένος μ' ένα συστατικό γράμμα χτύπησε την πόρτα του εργαστηρίου του μία δεκαετία μεγαλύτερου του Κωνσταντίνου Παρθένη. «Του έδειξα κάποια έργα μου, που τα επαίνεσε, κι η πρώτη ερώτηση που μού 'κανε ήταν αν έχω διαβάσει κανένα εγχειρίδιο χρωμάτων κι αν ξέρω τα συμπληρωματικά. Μου σύστησε επίσης να διαγράφω τα όρια των αντικειμένων με ακρίβεια, καθώς και τα όρια των τόνων» θυμόταν. Ήταν ο πρώτος του μαθητής και όπως έλεγε «ήμουν ευτυχισμένος, είχα βρει έναν παιδευτή κι έναν δάσκαλο στην τέχνη».
Έπεισε τον πατέρα του πως πρέπει να ασχοληθεί με την ζωγραφική και το 1908 βρέθηκε στο Μόναχο. Για εκείνη την περίοδο ανέφερε «εδούλευα αδιάκοπα στο σχέδιο και στη γλυπτική, μα αισθανόμουν πως ο δρόμος που ακολουθούσα ήταν μακρύς, πολύ μακρύς». Λίγο καιρό ύστερα, γνωρίζεται με τον Γιώργο Μπουζιάνη «Γινήκαμε επιστήθιοι φίλοι και κάθε βράδυ συναντιόμαστε και μιλούσαμε για την Τέχνη» σημείωνε ο ίδιος, ενώ ο Μπουζιάνης για τα ιδιαίτερα συστατικά της φιλίας τους έγραψε σε μία επιστολή του το 1958 «πάντα κι η ομιλία του και η ζωγραφική του είχαν κάτι που έμοιαζε με πειραματισμό. Ποτέ μια συνομιλία δεν έφτανε σε ένα απόλυτο συμπέρασμα. Πάντα σταματούσε σ' ένα σημείο που απαιτούσε μια συνέχεια. Έμενε κάτι το αόριστο. Και ακριβώς αυτό το αόριστο, η ανάγκη της συνέχειας, κρατούσε το φιλικό μας δεσμό ζωντανό που όλο και βαθύτερος γινότανε».
Εγκατάλειψε το Μόναχο για το Παρίσι όταν αντίκρισε έργα του Πωλ Σεζάν, είπε τότε μέσα του «Η Ζωγραφική , η αληθινή Ζωγραφική, είναι αυτή. Το σωστό σχέδιο, επίσης». Αργότερα στην Ελλάδα ζωγράφιζε με σκοπό του αυτή η άσκηση να πιστοποιήσει ό,τι θεωρητικά κατείχε για την τεχνική του Σεζάν. Στο Παρίσι σπουδάζει σχέδιο και ζωγραφική στην Académie de la grande Chaumiére. Παράλληλα, γράφεται στο εργαστήριο του αρχιτέκτονα G. Chifflot και παρακολουθεί το μάθημα των αρχιτεκτονικών συνθέσεων στην École des Beaux Arts.
Όμως τότε ένιωσε πως ο δρόμος που ακολουθούσε ήταν «μακρύς, μακρύτερος απ' τις συνθήκες μου τις οικονομικές. Τα χρέη που θα είχα ν' αντιμετωπίσω στο γυρισμό μου ήταν σκληρά». Νιώθοντας πως βρίσκεται σε στενωπό πήρε την απόφαση να αφιερώσει το υπόλοιπο του χρόνου στη μελέτη της Αρχιτεκτονικής, και όπως σημείωνε «αγόρασα τ' απαιτούμενα βιβλία, και μια μέρα πήρα το δρόμο για ένα εργαστήριο Αρχιτεκτονικής. Δεν ντρέπομαι να μιλήσω για όλ' αυτά, όπου δείχνουν πως μέσα στη φύση μου δεν ήταν η Αρχιτεκτονική το πραγματικό κέντρο των κλίσεών μου».
Ο αρχιτέκτων που ζωγράφιζεΗ συνέχεια της πορείας του βρίσκεται στο σχεδιαστήριο του αρχιτέκτονα. Όμως στην κάθε του εργασία το «μικρόβιο» του ζωγράφου πάντα υπήρχε. Ο Πικιώνης δε θέλησε ποτέ να παρουσιάσει το ζωγραφικό του έργο. Τα μόνα ζωγραφικά σχέδια που έδωσε να δημοσιευτούν ήταν στο περιοδικό "Ζυγός" το 1958. Ίσως, όπως σημειώνει η κόρη του Ανθή που ανακάλυψε τον θησαυρό, θεώρησε ότι η ζωγραφική του ήταν «απλά μια άσκηση για την διαμόρφωση της συνεχώς διαφοροποιούμενης καλλιτεχνικής του εμπειρίας».
Η θέα που άφησε ανοικτή σε αυτό το κομμάτι της ζωής του, ήταν ταν έξι έργα του που είχε επιλέξει να συνυπάρχουν μαζί με τους πίνακες κορυφαίων ελλήνων ζωγράφων και φίλων του. Όπως θυμάται ο εικαστικός Παναγιώτης Τέτσης που στα δεκαπέντε του χρόνια, τον πρώτο χειμώνα του Πολέμου, επισκέφτηκε το σπίτι του: «στον ελεύθερο τοίχο μεταξύ γραφείου και διαδρόμου υπνοδωματίων, στον πιο μεγάλο της τραπεζαρίας, εκεί που δεν παρεμβάλλονται ανοίγματα, στη μέση μία σερβάντα και πάνω απ' αυτήν μια νεκρή φύση του Χατζηκυριάκου. Πλάι, αριστερά και δεξιά ανά δύο τοπία μικρών διαστάσεων, έργα του Πικιώνη». Τα οποία και χαρακτηρίζει ως «έργα μιας ωραίας ζωγραφικής και αντιλήψεως η οποία πλησίαζε εκείνη του Σεζάν και την οποία θα ήθελα τότε να μπορούσα να προσεγγίσω και να την φτάσω».
Τριάντα έξι χρόνια μετά την ανάμνηση του Παναγιώτη Τέτση, την ζωγραφική κληρονομιά που έκρυψε ο Πικιώνης στη κασέλα είδε ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος και αναγνώρισε τις επιρροές του Σεζάν λέγοντας «όταν οι άλλοι αντιγράφουν τους ακαδημαϊκούς με το σουξέ τους ο Πικιώνης μένει ανεπηρέαστος και με τα τοπία του τα ελληνικά προσπαθεί να βρει την ουσία της σκέψεώς του. Να αποδώσει την Ελλάδα ουσιαστικά, φτάνει να προϊδεί την αφηρημένη τέχνη• κυνηγώντας το καλό, βρίσκει το Ελληνικό».
Ενώ αυτή η συλλογή όπως συνέχιζε ο Γιάννης Τσαρούχης είναι συγχρόνως τα σχέδια «ενός αρχιτέκτονα τα οποία θα συμπληρωθούν από μια αρχιτεκτονική ανάλογη. Ξεκινάει από το Τοπίο για να φθάσει στην Αρχιτεκτονική και η Αρχιτεκτονική γι' αυτόν είναι Ποίημα στο οποίο οι πρακτικές ανάγκες και λύσεις στοιχειωδώς εξυπηρετούνται. Η ζωγραφική του εκτός από την ποιότητά της είναι υπέροχη, είναι συγχρόνως η καλύτερη προετοιμασία στην αρχιτεκτονική του».
Η διαδρομή μιας εμβληματικής μορφής Ο Δημήτρης Πικιώνης γεννήθηκε το 1887 στην Ερμούπολη της Σύρου, ενώ οι γονείς του κατάγονταν από τη Χίο, και μεγαλώνει στον Πειραιά. Το 1906 γίνεται ο πρώτος μαθητής του Κωνσταντίνου Παρθένη ενώ το 1908 παίρνει το δίπλωμα του Πολιτικού Μηχανικού από το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο.
Ανήσυχο πνεύμα, φεύγει για το Μόναχο και στη συνέχεια για το Παρίσι, όπου σπουδάζει σχέδιο και ζωγραφική στην Académie de la grande Chaumiére. Παράλληλα γράφεται στο εργαστήριο του αρχιτέκτονα G. Chifflot και παρακολουθεί το μάθημα των αρχιτεκτονικών συνθέσεων στην École des Beaux Arts.
Πλήρως καταρτισμένος, επιστρέφει στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’10 και αρχίζει τις πρώτες μελέτες για την αρχιτεκτονική της νεοελληνικής παράδοσης. Την επόμενη δεκαετία διορίζεται Επιμελητής του Καθηγητή Α. Ορλάνδου στο μάθημα της Μορφολογίας της Αρχιτεκτονικής και Ρυθμολογίας, ενώ στην συνέχεια ονομάζεται έκτακτος Καθηγητής του Ε.Μ.Π. στην έδρα της Διακοσμητικής, ενώ παράλληλα δουλεύει πάνω σε διάφορα αρχιτεκτονικά και ζωγραφικά έργα. Το 1966 εκλέγεται τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (τάξη Γραμμάτων και Τεχνών) στην Έδρα της Αρχιτεκτονικής. Πεθαίνει τον Αύγουστο του 1968.
Η «ποιητική» αρχιτεκτονική του Δ. Πικιώνη Το αρχιτεκτονικό ταξίδι του Δημήτρη Πικιώνη ξεκινά το 1921, οπότε και αναλαμβάνει να χτίσει την οικία Μωραΐτη στις Τζιτζιφιές. Πρόκειται για οικοδόμημα με χαρακτήρα αττικής λαϊκής αρχιτεκτονικής. Στα επόμενα εικοσιπέντε χρόνια, τις «βαλίτσες» του έργου του γεμίζει με το Δημοτικό σχολείο στα Πευκάκια, το Πειραματικό σχολείο Θεσσαλονίκης, το Θερινό Θέατρο Κοτοπούλη και την πολυκατοικία της οδού Χέυδεν. Για τις προσόψεις που σχεδίασε, ο τύπος της εποχής γράφει χαρακτηριστικά: «Για πρώτη φορά… νιώθουμε αγάπη για το τσιμέντο!»
Παράλληλα, έχει αναλάβει μεταξύ άλλων τα σχέδια του Δελφικού Κέντρου, το περίπτερο ειδών λαϊκής τέχνης και αργότερα τον οικισμό της Αιξωνής και τον παιδικό κήπο της Φιλοθέης. Φυσικά, εκτός από τις εφαρμογές της τέχνης του, ως γνήσιος μελετητής, επιδίδεται στην ανάλυση της αρχιτεκτονικής της Ζαγοράς, της Καστοριάς και της Χίου.
Σχετικά με το ύφος του, ο Έλληνας αρχιτέκτονας Αλέξης Παπαγεωργίου αναφέρει σε δημοσίευμά του: «Ο Δημήτριος Πικιώνης είναι ένας πηγαίος Έλληνας αρχιτέκτων του οποίου το αυτόνομο ποιητικό και καλλιτεχνικό έργο πραγματοποιήθηκε κατά την μεταβατική εποχή της ανόδου, επικράτησης και τελικά αποδυνάμωσης του διεθνούς κινήματος του μοντερνισμού… Το έργο του, ενώ χαρακτηρίζει την εποχή του, δεν είναι επίκαιρο, αλλά διαχρονικό».
Σε αυτές τις γραμμές, λοιπόν, κινήθηκε το έργο του Πικιώνη. Συγκερασμός του μοντερνισμού με την παράδοση και παράλληλα «επιστροφή στην φύση» του τοπίου επεδίωξε να αποδώσει με τα σχέδιά του ο εμβληματικός δημιουργός.
Και φτάνουμε, φυσικά, στο έργο που χαρακτήρισε για πάντα την δημιουργικότητα του Πικιώνη, και δεν είναι άλλο από την διαμόρφωση του χώρου γύρω από την Ακρόπολη και τον λόφο του Φιλοπάππου. Το 1954, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δίνει στον Πικιώνη το ελεύθερο να διαχειριστεί τον ιστορικό αυτόν χώρο, όπως ο ίδιος θέλει. Το αποτέλεσμα; Δύο διαδρομές που επαναφέρουν τον επισκέπτη στην ιστορία αλλά και παράλληλα στην γήινη υπόσταση της πόλης.
Το στίγμα του «δασκάλου» Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, αυτό που χαρακτηρίζει τον Δημήτρη Πικιώνη είναι η κριτική ματιά με την οποία διαχειρίστηκε τον μοντερνισμό και ο τρόπος με τον οποίο κατάφερε να τον ενσωματώσει στην παράδοση.
Και όχι μόνο αυτό, καθώς στην δημιουργία του συνυπάρχουν πάντα η τέχνη με την επιστήμη (είτε στο αρχιτεκτονικό του, είτε στο ζωγραφικό του έργο). Αναρωτηθήκαμε τι έχει κληροδοτήσει ο Δημήτρης Πικιώνης στην νεότερη γενιά αρχιτεκτόνων. «Βλέπουμε πως όλοι οι καθηγητές αρχιτεκτονικής από την δεκαετία του ’50 και μετά, αναφέρονται συνεχώς και με θέρμη στον Πικιώνη. Ανήκει σε εκείνους τους λίγους που θεωρούνται μεγάλοι δάσκαλοι», μας λέει ο Αλέξιος Βανδώρος, αρχιτέκτων και αρχισυντάκτης του ελληνικού περιοδικού GreekArchitects.gr.
Στην μνήμη όλων όσων πέρασαν έκτοτε από τις σχολές του Πολυτεχνείου, ο Δ. Πικιώνης έχει μείνει ως εμβληματική μορφή. «Ξέρουμε πως όταν γίνονταν τα έργα της διαμόρφωσης της περιοχής γύρω από την Ακρόπολη, ήταν εκεί κάθε μέρα, έχτιζε ο ίδιος, και είχε πάντα μαζί του τους φοιτητές του για να μαθαίνουν», αναφέρει ο κ. Βανδώρος.
Ενδιαφέρουσα προσωπικότητα το δίχως άλλο, ο Πικιώνης είχε μέσα του το καλλιτεχνικό «μικρόβιο», κάτι που αποδεικνύεται από την ενασχόλησή του με την ζωγραφική. «Η αρχιτεκτονική», άλλωστε, όπως μας λέει ο κ. Βανδώρος, «είναι η μόνη “τέχνη και επιστήμη” ταυτόχρονα. Θα έπρεπε να διδάσκεται στο Πολυτεχνείο ή στην Σχολή Καλών Τεχνών;»
Δημήτρης Πικιώνης 1887-1968 στο Μουσείο Μπενάκη Η απάντηση δίνεται από το πολυποίκιλο έργο του Πικιώνη, τμήμα του οποίου βρίσκεται στην κατοχή του Μουσείου Μπενάκη και θα αποτελέσει το αντικείμενο της έκθεσης Δημήτρης Πικιώνης 1887-1968 από τις 15/12/2010 ως τις 13/3/2011.
Στο πρώτο μέρος της έκθεσης παρουσιάζεται το ζωγραφικό του έργο στις ενότητες που ο ίδιος είχε προσδιορίσει: Από τη Φύση, Αναμνήσεις από το Παρίσι, Αρχαία, Βυζαντινά, της Φαντασίας, Λαϊκά. Όπως ο ίδιος ομολογεί στα Αυτοβιογραφικά του Σημειώματα, ήταν η ζωγραφική και όχι η αρχιτεκτονική, το πραγματικό κέντρο των κλίσεών του. Η ζωγραφική για τον Δημήτρη Πικιώνη αποτελούσε μάλλον προσωπική του υπόθεση και αφορούσε τη δική του καλλιτεχνική πορεία προς την ωρίμανση.
Στο δεύτερο μέρος της έκθεσης παρουσιάζεται το αρχιτεκτονικό του έργο, που περιλαμβάνει: την οικία Μωραΐτη (1921), την οικία Καραμάνου (1925), το Δημοτικό Σχολείο Λυκαβηττού (1932), το Θερινό Θέατρο Κοτοπούλη (1933),τα σχέδια για Δελφικό Κέντρο (1934), το Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης (1933-1937), την Πολυκατοικία της Οδού Χέϋδεν (1936), το Περίπτερο Ειδών Λαϊκής Τέχνης (1938), το Ξενία των Δελφών (1951-1955), την Οικία-Εργαστήριο της γλύπτριας Φ. Μενεγάκη-Ευθυμιάδου (1949), την οικία Ποταμιάνου στη Φιλοθέη (1953-1955), τα σχέδια για τον οικισμό της Αιξωνής (1951-1955), την διαμόρφωση του χώρου γύρω από την Ακρόπολη και το λόφο του Φιλοπάππου (1954-1957) και τον Παιδικό Κήπο Φιλοθέης (1961-1965).
Επίσης θα παρουσιάζονται οι μελέτες του για την αρχιτεκτονική της Ζαγοράς και της Καστοριάς, τμήμα της μελέτης του για την Λαϊκή Αρχιτεκτονική της Χίου, τεύχη του περιοδικού «το 3ο Μάτι», στην σύνταξή του οποίου συνεργάστηκαν ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Στρατής Δούκας, ο Σπύρος Παπαλουκάς, ο Σωκράτης Καραντινός, ο Τάκης Παπατσώνης, ο Μιχάλης Τόμπρος, ο Άγγελος Θεοδωρόπουλος καθώς και τεκμήρια των σχέσεών του με ανθρώπους όπως ο Giorgio de Chirico, ο Μπουζιάνης, ο Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Lewis Mumford, ο Walter Gropius, ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης, ο Νίκος Μητσάκης, ο Θουκυδίδης Βαλεντής κ.α.
Όπως αναφέρει και ο ίδιος στα Αυτοβιογραφικά του Σημειώματα: «Κι έπειτα οι άλλοι: ο Κόντογλους κι ο Παπαλουκάς κι ο αρχιτέκτων Μητσάκης, ο Στρατής Δούκας κι ο Βέλμος. Κι η νεότερη γενιά, ο Γκίκας, ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος, ο Διαμαντόπουλος. Πόσο γόνιμα μαθήματα έβγαζες από την αντίθεση τούτη των πνευματικών χαρακτήρων που αντιπροσώπευε ο καθένας τους! Ειλικρινά δεν ξέρω τι εγώ έδωσα σ’ αυτούς. Μα έχω συνείδηση του τι οφείλω στον καθένα τους…»
Info «Δημήτρης Πικιώνης 1887-1968»
Μουσείο Μπενάκη, Κτίριο οδού Πειραιώς (Πειραιώς 138 και Ανδρόνικου τηλ 210 345 3111)
Ώρες Λειτουργίας: Τετάρτη, Πέμπτη, Κυριακή: 10:00 - 18:00, Παρασκευή, Σάββατο: 10:00 - 22:00
Εισιτήριο: περιοδικές εκθέσεις 4 – 6 ευρώ