Τα δάκρυα της Πούλιας δεν δροσίζουν τη γη των Βατίκων. Λέξεις μαυροφορεμένες γερόντισσες βγαίνουν από τα χείλη του ήλιου, αλέθουν τον όλεθρο στον ουρανό της Νεάπολης. Μαύρος απήγανος έκρυψε το ηλιοβασίλεμα, ράγισε το μάλαμα του αστερία.
Στις θαλασσοσπηλιές θρηνούν οι φώκιες τη ματωμένη ευγνωμοσύνη. Οι στεναγμοί του αχινού τυλίγουν τα φρυγμένα δέντρα. Κάηκε το ρόπτρο του ονείρου στο μπράτσο του Καβο-Μαλιά. Ποιος θα ονειρευτεί στην κλίμακα των κυμάτων, όταν θα μπαίνει το αχολογητό τους στις κάμαρες να ταξιδεύουν σε άγνωστους τόπους;
Στις κόγχες των Βατίκων συνάζονται αρχαία πουλιά, στοχάζονται το μέλλον. Να γίνει η καταστροφή προσάναμμα ευτυχίας.
Η μνήμη δεν καίγεται, δεν πυρπολείται η ψυχή από τις πυρκαγιές της πραγματικότητας. Αναδύει τα τοπία που βούλιαξαν στο βάθος του χρόνου, αναδασώνει τους αγαπημένους τόπους που έγιναν στάχτη από τη λαίλαπα. Δημιουργεί οάσεις ποίησης, λευκαίνουν αενάως το σκιάχτρο του μαύρου στην αλυκή της σκέψης.
Στη Νεάπολη Λακωνίας που κάηκε με τα αρχοντοχώρια των Βατίκων δεν ταιριάζoυν ο θρήνος και η μελαγχολία. Οι άνθρωποί τους θα αναγεννήσουν με τη δημιουργικότητά τους τη χόβολη, θα τη μεταβάλουν σε πυρ του Ηράκλειτου. Ανεβαίνουν τα βατικιώτικα καΐκια στα βουνά να οργώσουν στης φαντασίας τα ακριβά μαργαριτάρια.
Σπέρνουν τον οργασμό της θάλασσας στων χωραφιών τις στάχτες. Τινάζεται σεισμογόνα γέννα νέας ζωής, επουλώνονται οι πληγές στη δίνη του καθολικού έρωτα. Οι καμένες ξερολιθιές ξαναγίνονται πέτρινες μελωδίες, ακούγονται οι μουσικές των χεριών που τις κέντησαν από τα βάθη των αιώνων.
Η αθέατη αφή τους ακολουθεί το βομβολόι των μελισσών. Χτίζονται νέοι κόσμοι στις χρυσαλλίδες του μεσημεριού.
Η νύχτα είναι αργαλειός με τα αργυρά της χτένια. Υφαίνει την απαντοχή, το φως και την ελπίδα. Οι νερόμυλοι του Παραδεισιού τραγουδούν στα σπλάχνα των νέων ανθρώπων, μεταγγίζουν τους ρυθμούς πελαγίσιας δημιουργίας. Λευκοί ορίζοντες ανοίγουν μέσα από την καρβουνιασμένη γη.
Μικρά κοχύλια ποτίζουν τα πικραμένα ράμφη των πουλιών, χτυπώντας σήμαντρα μιας κρυφής ουτοπίας, αυτής που γεννά μυστικά η εκρηκτική ποικιλία του βατικιώτικου τοπίου. Το Σύμπαν ακουμπά χείλη νιογέννητων γαλαξιών στο μέτωπο της Νεάπολης. Ολοι μαζί να βάλουμε την ψυχή μας.
Να γίνουνε τα Βάτικα ροδώνες των αγγέλων.
Τα δάκρυα της Πούλιας δεν δροσίζουν τη γη των Βατίκων. Λέξεις μαυροφορεμένες γερόντισσες βγαίνουν από τα χείλη του ήλιου, αλέθουν τον όλεθρο στον ουρανό της Νεάπολης. Μαύρος απήγανος έκρυψε το ηλιοβασίλεμα, ράγισε το μάλαμα του αστερία.
Στις θαλασσοσπηλιές θρηνούν οι φώκιες τη ματωμένη ευγνωμοσύνη. Οι στεναγμοί του αχινού τυλίγουν τα φρυγμένα δέντρα. Κάηκε το ρόπτρο του ονείρου στο μπράτσο του Καβο-Μαλιά. Ποιος θα ονειρευτεί στην κλίμακα των κυμάτων, όταν θα μπαίνει το αχολογητό τους στις κάμαρες να ταξιδεύουν σε άγνωστους τόπους;
Στις κόγχες των Βατίκων συνάζονται αρχαία πουλιά, στοχάζονται το μέλλον. Να γίνει η καταστροφή προσάναμμα ευτυχίας.
Η μνήμη δεν καίγεται, δεν πυρπολείται η ψυχή από τις πυρκαγιές της πραγματικότητας. Αναδύει τα τοπία που βούλιαξαν στο βάθος του χρόνου, αναδασώνει τους αγαπημένους τόπους που έγιναν στάχτη από τη λαίλαπα. Δημιουργεί οάσεις ποίησης, λευκαίνουν αενάως το σκιάχτρο του μαύρου στην αλυκή της σκέψης.
Στη Νεάπολη Λακωνίας που κάηκε με τα αρχοντοχώρια των Βατίκων δεν ταιριάζoυν ο θρήνος και η μελαγχολία. Οι άνθρωποί τους θα αναγεννήσουν με τη δημιουργικότητά τους τη χόβολη, θα τη μεταβάλουν σε πυρ του Ηράκλειτου. Ανεβαίνουν τα βατικιώτικα καΐκια στα βουνά να οργώσουν στης φαντασίας τα ακριβά μαργαριτάρια.
Σπέρνουν τον οργασμό της θάλασσας στων χωραφιών τις στάχτες. Τινάζεται σεισμογόνα γέννα νέας ζωής, επουλώνονται οι πληγές στη δίνη του καθολικού έρωτα. Οι καμένες ξερολιθιές ξαναγίνονται πέτρινες μελωδίες, ακούγονται οι μουσικές των χεριών που τις κέντησαν από τα βάθη των αιώνων.
Η αθέατη αφή τους ακολουθεί το βομβολόι των μελισσών. Χτίζονται νέοι κόσμοι στις χρυσαλλίδες του μεσημεριού.
Η νύχτα είναι αργαλειός με τα αργυρά της χτένια. Υφαίνει την απαντοχή, το φως και την ελπίδα. Οι νερόμυλοι του Παραδεισιού τραγουδούν στα σπλάχνα των νέων ανθρώπων, μεταγγίζουν τους ρυθμούς πελαγίσιας δημιουργίας. Λευκοί ορίζοντες ανοίγουν μέσα από την καρβουνιασμένη γη.
Μικρά κοχύλια ποτίζουν τα πικραμένα ράμφη των πουλιών, χτυπώντας σήμαντρα μιας κρυφής ουτοπίας, αυτής που γεννά μυστικά η εκρηκτική ποικιλία του βατικιώτικου τοπίου. Το Σύμπαν ακουμπά χείλη νιογέννητων γαλαξιών στο μέτωπο της Νεάπολης. Ολοι μαζί να βάλουμε την ψυχή μας.
Να γίνουνε τα Βάτικα ροδώνες των αγγέλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου