Ὡς πότε παλλικάρια νὰ ζῶμεν στὰ στενά,
Μονάχοι σὰν λιοντάρια σταῖς ῥάχαις στὰ βουνά;
Σπηλιαῖς νὰ κατοικῶμεν, νὰ βλέπωμεν κλαδιά,
Νὰ φεύγωμεν τὸν κόσμον γιὰ τὴν πικρὴ σκλαβιά;
Νὰ χάνωμεν ἀδέλφια, Πατρίδα καὶ Γονεῖς,
Τοὺς φίλους, τὰ παιδιά μας, κι᾿ ὅλους τοὺς συγγενεῖς;
Καλλίτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωή,
Παρὰ σαράντα χρόνους σκλαβιά καὶ φυλακή.
Τὶ σ᾿ ὠφελεῖ, κι᾿ ἂν ζήσῃς καὶ εἶσαι στὴ σκλαβιά;
Στοχάσου πῶς σὲ βαίνουν καθ᾿ ὥρα στὴ φωτιά.
Βεζύρης, Δραγουμάνος, Ἀφέντης κι᾿ ἂν σταθῇς,
Ο τύραννος σὲ κάμνει ἀδίκως νὰ χαθῇς.
Δουλεύεις ὅλ᾿ ἡμέρα εἰς ὅ,τι κι᾿ ἂν σὲ πῇ,
Κι᾿ αὐτὸς πασχίζει πάλιν τὸ αἷμά σου νὰ πιῇ.
Ὁ Σοῦτσος, κι᾿ ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβῆς,
Γκίκας καὶ Μαυρογένης καθρέπτης, εἶν᾿ νὰ δῇς.
Ἀνδρεῖοι Καπετάνοι, Παππάδες, λαϊκοὶ,
Σκοτώθηκαν κι᾿ ἀγάδες μὲ ἄδικο σπαθί.
Κι᾿ ἀμέτρητ᾿ ἄλλοι τόσοι καὶ Τοῦρκοι καὶ Ῥωμιοί,
Ζωήν καὶ πλοῦτον χάνουν χωρὶς καμμιὰ ᾿φορμή.
Ἐλᾶτε μ᾿ ἕναν ζῆλον σὲ τοῦτον τὸν καιρόν,
Νὰ κάμωμεν τὸν ὅρκον ἐπάνω στὸ Σταυρόν.
Σᾶς κράζει ἡ πατρίς μας, σᾶς θέλει, σᾶς πονεῖ,
Ζητᾶ τὴν συνδρομήν σας μὲ μητρικὴν φωνήν.
Συμβούλους προκομμένους, μὲ πατριωτισμόν,
Νὰ βάλλωμεν εἰς ὅλα νὰ δίδουν ὁρισμόν.
Ὁ νόμος ν᾿ ἆν᾿ ὁ πρῶτος καὶ μόνος ὁδηγός.
Καὶ τῆς πατρίδος ἕνας νὰ γείνῃ ἀρχηγός,
Γιατί κ᾿ ἡ ἀναρχία ὁμοιάζει τὴ σκλαβιά,
Νὰ ζῶμεν σὰ θηρία, εἶνε σκληρὴ φωτιά.
Καὶ τότε μὲ τὰ χέρια ψηλὰ στὸν οὐρανόν,
Ἂς ποῦμ᾿ ἀπὸ καρδίας ἐτοῦτα στὸν Θεόν.
(Ἐδῶ σηκώνονται οἱ Πατριῶται ὀρθοί, καὶ ὑψώνοντες τὰς χεῖρας πρὸς τὸν Οὐρανόν, κάμνουν τὸν ὅρκον.)
Ὅρκος κατὰ τῆς Τυραννίας.
Ὦ Βασιλεῦ τοῦ Κόσμου ὁρκίζομαι σὲ Σέ,
Στὴν γνώμην τῶν τυράννων νὰ μὴν ἐλθῶ ποτέ.
Μήτε νὰ τοὺς δουλεύσω, μήτε νὰ πλανηθῶ,
εἰς τὰ ταξίματά τους νὰ μὴ παραδοθῶ.
Ἐνόσω ζῶ στὸν Κόσμον ὁ μόνος μου σκοπὸς,
Γιὰ νὰ τοὺς ἀφανίσω, θὰ ἧναι σταθερός.
Πιστὸς εἰς τὴν Πατρίδα, συντρίβω τὸν ζυγὸν,
Ἀχώριστος γιὰ νὰ ἧμαι ἀπὸ τὸν Στρατηγόν.
Κι᾿ ἂν παραβῶ τὸν ὅρκον, νὰ ἀστράψ᾿ ὁ οὐρανός,
Καὶ νὰ μὲ κατακαύσῃ νὰ γείνω σὰν καπνός.
Τέλος τοῦ Ὅρκου.
Σ᾿ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι καὶ Νότον καὶ Βοριά,
Γιὰ τὴν πατρίδα ὅλοι νἄχωμεν μία καρδιά.
Στὴν πίστιν του καθένας ἐλεύθερος νὰ ζῇ,
Στὴν δόξαν τοῦ πολέμου, νὰ τρέξωμεν μαζῆ.
Ὅσ᾿ ἀπ᾿ τὴν τυραννίαν, πῆγαν στὴ ξενιτειά,
Στὸν τόπον του καθένας ἂς ἔλθῃ τώρα πιά.
Ἡ Ῥούμελη τοὺς κράζει μ᾿ ἀγκάλαις ἀνοικτάς,
Τοὺς δίδει βιὸ καὶ τόπους, ἀξίας καὶ τιμάς.
Ὡς πότε ὀφφικιάλος σὲ ξένους, βασιλεῖς.
Ἔλα νὰ γείνῃς στύλος δικῆς σου τῆς φυλῆς.
Κάλλιο γιὰ τὴν Πατρίδα κἀνένας νὰ χαθῇ,
Ἢ νὰ κρεμάσῃ φούντα γιὰ ξένον στὸ σπαθί.
Καὶ ὅσοι προσκυνήσουν δὲν εἶναι πλιὸ ἐχθροί,
Ἀδέλφιά μας θὰ γίνουν, ἂς ἦνε κ᾿ ἐθνικοί.
Μὰ ὅσοι θὰ τολμήσουν, ἀντίκρυ νὰ σταθοῦν,
Ἐκεῖνοι κ᾿ ἐδικοί μας, ἂν ᾗναι, ἂς χαθοῦν.
Τί στέκεις, Πανσβανόγλου, τόσον ἐκστατικός;
Τινάξου στὸ Μπαλκάνι(1) φώλιασε σ᾿ἄν ἀϊτός.
Τοὺς μπούφους, καὶ κοράκους, καθόλου μὴ ψηφᾶς,
Μὲ τὸν ῥαγιὰ ἑνώσου, ἂν θέλῃς νὰ νικᾶς.
Σιλίστρα, καὶ Βραΐλα, Σμαΐλι καὶ Κυλί,
Βενδέρι, καὶ Χοτῆνι(2), ἐσένα προσκαλεῖ.
Στρατεύματά σου στεῖλε κ᾿ ἐκεῖνοι προσκυνοῦν,
Γιατί στὴν τυραννίαν νὰ ζήσουν δὲν μποροῦν.
Βουλγάροι, κι᾿ Ἀρβανίται, Ἁρμένοι καὶ Ῥωμιοί,
Ἀράπιδες καὶ Ἄσπροι μὲ μία κοινὴ φωνή.
Γιὰ τὴν ἐλευθερίαν νὰ ζώσωμεν σπαθί,
Πῶς εἶμασθ᾿ ἀνδρειωμένοι παντοῦ νὰ ξακουσθῇ.
Σουλιῶται καὶ Μανιάται λιοντάρια ξακουστά,
Ὡς πότε σταῖς σπηλαῖς σας κοιμᾶσθε σφαλιστά;
Μαυροβουνιοῦ καπλάνια, Ὀλύμπου σταυραϊτοί,
Κι᾿ Ἀγράφων τὰ ξεφτέρια γεννῆτε μιὰ ψυχή.
Σπετσῶν, Ψαρῶν καὶ Ὕδρας θαλασσινὰ πουλιά,
Ὁ νόμος σᾶς προστάζει νὰ βάλετε φωτιά.
Νὰ κάψτε τὴν ἁρμάδα τοῦ Καπετὰν Πασᾶ,
Νὰ μπῆτε εἰς τὴν Πόλιν καὶ τὴν Ἁγιὰ Σοφιά.
Καὶ ὅσοι τοῦ πελάγου τὴν τέχνην ἀγρικοῦν,
Ἐδῶ ἂς τρέξουν ὅλοι τυράννους νὰ νικοῦν.
Μὲ ᾿μᾶς καὶ σεῖς Μαλτέζοι γενῆτ᾿ ἕνα κορμί,
Κατὰ τῆς τυραννίας ριχθῆτε μὲ ὁρμή.
Τοῦ Μισιργιοῦ(3) ἀσλάνια, γιὰ πρώτη σας δουλειά,
Δικόν σας ἕνα βέη κάμετε βασιλιά.
Χαράτσι τῆς Αἰγύπτου, στὴν Πόλ᾿ ἄς μὴ φανῇ,
Γιὰ νὰ ψοφήσ᾿ ὁ λύκος, ὁποῦ σᾶς τυραννεῖ.
Καὶ σὺ ποῦ στὸ Χαλέπι(4) ἐλεύθερα φρονεῖς,
Πασᾶ, καιρὸν μὴν χάνῃς στὸν κάμπον νὰ φανῇς.
Μὲ τὰ στρατεύματά σου εὐθὺς νὰ σηκωθῇς,
Στῆς Πόλης τὰ φερμάνια ποτὲ νὰ μὴ δοθῇς.
Ἀνδρεῖοι Μακεδόνες, ὁρμήσατε μὲ μιᾶς,
Τὸ αἷμα τῶν τυράννων, ρουφῆστε σὰν θεριά.
Τοῦ Σάββα καὶ Δουνάβου, ἀδέλφια Χριστιανοί,
Μὲ τ᾿ ἅρματα στὸ χέρι, καθ᾿ ἕνας ἂς φανῇ.
Τὸ αἷμα σας ἂς βράση, μὲ δίκαιον θυμόν,
Μικροὶ μεγάλ᾿ ὀμῶστε, τυράννου τὸν χαμόν.
Λεβέντες ἀντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
Ο βάρβαρος ὡς πότε, θὲ νὰ σᾶς τυραννῇ.
Μὴ καρτερῆτε πλέον, ἀνίκητοι Λαζοί,
Χωθῆτε στὸ μπογάζι, μ᾿ ἐμᾶς κ᾿ ἐσεῖς μαζί.
Δελφίνια τῆς θαλάσσης, ἀστέρια τῶν Νησιῶν,
Σὰν ἀστραπὴ χυθῆτε, κτυπᾶτε τὸν ἐχθρόν.
Τῆς Κρήτης, καὶ τῆς Νίδρας, θαλασσινὰ πουλιά,
Καιρὸς εἶν᾿ τῆς Πατρίδος, νὰ ᾿κοῦστε τὴν λαλιά.
Κι᾿ ὂσ᾿ εἶστε στὴν Ἁρμάδα, σὰν ἄξια παιδιά,
Οἱ Νόμοι σας προστάζουν, νὰ βάλλετε φωτιά
Ποτὲ μὴ στοχασθῆτε, πὼς εἶναι δυνατός,
Καρδιοκτυπᾶ καὶ τρέμει, σὰν τὸ λαγὸ κι᾿ αὐτός.
Τρακόσιοι γκερτσαλῆδες, τὸν ἔκαμαν νὰ δῇ,
Πῶς δὲν μπορεῖ μὲ τ`ὅπλα μπροστὰ τοὺς νὰ εὐγῇ.
Μὲ μία καρδιὰν ὅλοι, μία γνώμην, μία ψυχή,
Κτυπᾶτε τοῦ τυράννου, τὴν ρίζαν νὰ χαθῇ.
Ν᾿ ἀνάψωμεν μία φλόγα, σὲ ὅλην τὴν Τουρκιά,
Νὰ τρέξ᾿ ἀπὸ τὴν Μπόσνα, καὶ ὡς τὴν Ἀραπιά.
Ψηλὰ στὰ μπαϊράκια, σηκῶστε τὸν Σταυρόν,
Καὶ σὰν ἀστροπελέκια, κτυπᾶτε τὸν ἐχθρόν.
Λοιπὸν γιατὶ ἀργεῖτε, τὶ στέκεσθε νεκροί;
Ξυπνήσατε μὴν εἶσθε, ἐνάντιοι καὶ ἐχθροί.
Πῶς οἱ Προπάτορές μας, ὡρμοῦσαν σὰν θηριά,
Γιὰ τὴν ἐλευθερίαν πηδοῦσαν στὴν φωτιά;
Ἔτσι κι᾿ ἡμεῖς ἀδέλφια, ν᾿ ἁρπάξωμεν γιὰ μιά,
Τ᾿ἅρματα καὶ νὰ βγοῦμεν, ἀπ᾿ τὴν πικρὴ σκλαβιά.
Νὰ σφάξωμεν τοὺς λύκους ποῦ τὸν ζυγὸν βαστοῦν,
Καὶ Χριστιανοὺς καὶ Τούρκους, σκληρὰ τοὺς τυραννοῦν.
Στεργιᾶς καὶ τοῦ πελάγου νὰ λάμψῃ ὁ Σταυρός,
Καὶ εἰς τὴν δικαιοσύνην νὰ σκύψῃ ὁ ἐχθρός,
Ὁ Κόσμος νὰ γλυτώσῃ ᾿πὸ τούτην τὴν πληγή,
Κ᾿ ἐλεύθεροι νὰ ζῶμεν, ἀδέλφια εἰς τὴν γῆ.
Σημειώσεις
(1) Tὸ ὄρος Αἴμος.
(2) Φρούρια Ὀθωμανικὰ.
(3) Τῆς Αἰγύπτου.
(4) Ὁ Πασᾶς ἐκεῖνος εἶχε κινήσει ὅπλα κατὰ τοῦ Σουλτάνου.