Ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία
Ο ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στην Σμύρνη |
Με την ανακωχή του Μούδρου, που υπογράφει η σουλτανική κυβέρνηση στις 28 Ιουλίου 1918, ανοίγει ο δρόμος για την ουσιαστική διεκδίκηση μικρασιατικών περιοχών, όπου κατοικούν συμπαγείς ελληνικοί-χριστιανικοί πληθυσμοί. Οι ελληνικές διεκδικήσεις κωδικοποιούνται στα δυο υπομνήματα του Ελευθέριου Βενιζέλου προς τους Συμμάχους (τον Οκτώβριο και το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου) και αντιμετωπίζονται μάλλον ευνοϊκά από τους Αγγλογάλλους, μάλλον εχθρικά από τους Ιταλούς (επίσης διεκδικητές μικρασιατικών εδαφών) και με σκεπτικισμό από τους Αμερικανούς. Ακολουθεί η συμμετοχή της Ελλάδας στην ανεκδιήγητη διεθνή εκστρατεία της Ουκρανίας εναντίον των μπολσεβίκων, με την οποία εξασφαλίζει μεν κάποια εύσημα από την Αντάντ, παράλληλα όμως στρέφει εναντίον της το νεαρό σοβιετικό καθεστώς.
Κατά τη συνεδρίαση του ανώτατου συμμαχικού συμβουλίου στις 22 Απριλίου 1919, οι Αγγλογάλλοι και οι Αμερικανοί, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του Ιταλού εκπροσώπου, δίνουν στην Ελλάδα την άδεια να καταλάβει την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης (μια έκταση 1 7.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων περίπου). Επισήμως, η αποστολή εκείνη στοχεύει στην τήρηση της τάξης και στην προστασία των χριστιανικών πληθυσμών, μέχρι να επιτευχθεί η σύναψη της τελικής ειρηνευτικής συμφωνίας. Ουσιαστικά, μέσω της απόφασης τους εκείνης, οι Αγγλογάλλοι επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν τον ελληνικό στρατό ως δύναμη κρούσης για τον πειθαναγκασμό της Τουρκίας σε ουσιαστική υποταγή και αφετέρου να περιορίσουν τα ιταλικά επεκτατικά σχέδια, που θίγουν άμεσα και καίρια τα δικά τους συμφέροντα.
Η επιχείρηση για τη στρατιωτική κατάληψη της Σμύρνης θα πραγματοποιηθεί, μετά από κάποιες καθυστερήσεις και αναβολές, στις 2 Μαΐου 1919. Κατά την αποβίβαση τους οι ελληνικές δυνάμεις γίνονται δεκτές με απερίγραπτο ενθουσιασμό από τους Έλληνες κατοίκους, οι οποίοι και αποτελούν την πλειονότητα του όλου πληθυσμού της περιοχής. Αντίθετα, δέχονται επίθεση από ομάδες Τούρκων ενόπλων και απαντούν. Κατά τις συγκρούσεις χάνουν τη ζωή τους 2 Έλληνες και 5 Τούρκοι στρατιώτες, ενώ υπάρχει και ένας μικρός αλλά αδιευκρίνιστος αριθμός νεκρών και τραυματιών στον άμαχο πληθυσμό.
Το άτυχο εκείνο περιστατικό (που λέγεται ότι υποκινήθηκε από τους Ιταλούς) αμαυρώνει τη λαμπρή ατμόσφαιρα της υποδοχής και προκαλεί προβληματισμούς στον πρωθυπουργό Βενιζέλο, που επιθυμεί να αποδείξει στους συμμάχους ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει τη θέληση και τη δύναμη να επιβάλει την τάξη στις κατεχόμενες περιοχές, σεβόμενη τα δικαιώματα του τουρκικού πληθυσμού.
Κατά τις ημέρες που ακολουθούν, οι ελληνικές στρατιωτικές αρχές, κάτω από την καθοδήγηση του ύπατου αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη, δεν διστάζουν να στείλουν ακόμα και στο απόσπασμα Έλληνες που παρεκτρέπονται. Την ίδια ώρα, οι Τούρκοι εθνικιστές ετοιμάζουν την αντεπίθεση τους.
Η Συνθήκη των Σεβρών και η κλιμάκωση του πολέμου της Μικράς Ασίας
Η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ήταν μια συνθήκη που δικαίωνε τους ελληνικούς εθνικούς πόθους |
Με την συνθήκη των Σεβρών δείχνει να τερματίζεται θριαμβευτικά η πολεμική περιπέτεια που είχε ξεκινήσει η Ελλάδα το 1920. Η Ελλάδα ενσωματώνει την Ανατολική Θράκη και νομιμοποιεί την παρουσία της στην Μικρά Ασία, ενώ παράλληλα δείχνει να κερδίζει την μάχη για τα Δωδεκάνησα και την Κύπρο. Η Ελλάδα των «Δύο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών» είναι πια πραγματικότητα, που θα αποδειχθεί όμως εφήμερη.
Στις 28 Ιουλίου του 1920 τερματίζεται και τυπικά για την Ελλάδα και την Τουρκία ο Πόλεμος. Σε μια αίθουσα του δημαρχείου των Σεβρών, κοντά στο Παρίσι, υπογράφεται η τελική συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στη σουλτανική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης και τους συμμάχους της Αντάντ. Την Ελλάδα εκπροσωπούν (και υπογράφουν) ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Έλληνας πρεσβευτής στο Παρίσι Άθως Ρωμανός.
Η συνθήκη, γενικά, είναι άκρως καταδικαστική για την Τουρκία, που ουσιαστικά διαλύεται και χάνει τα αραβικά της εδάφη, την Ανατολική Θράκη και μεγάλες περιοχές της δυτικής, της βόρειας και της νότιας Μικράς Ασίας.
Οι όροι της Συνθήκης.
Άκρως ωφελημένη από τη Συνθήκη των Σεβρών έβγαινε η Ελλάδα, που κατοχύρωνε επισήμως την κατοχή της Δυτικής Θράκης και παράλληλα ενσωμάτωνε και την Ανατολική, μέχρι περίπου την Κωνσταντινούπολη (η πόλη αυτή και τα Στενά περνούσαν σε καθεστώς διεθνούς ελέγχου). Ακόμα, η Ελλάδα έπαιρνε τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο και επισημοποιούσε την παρουσία της στην περιοχή της Σμύρνης και στην ενδοχώρα της (που βρίσκονταν ήδη υπό ελληνικό έλεγχο, από το Μάιο του 1919). Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι το καθεστώς της ελληνικής κατοχής της Σμύρνης ήταν ιδιόμορφο και είχε πενταετή διάρκεια. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, οι κάτοικοι θα αποφάσιζαν ελεύθερα με δημοψήφισμα για την ενσωμάτωση της όλης περιοχής στην Ελλάδα.
Πέρα από τις πιο πάνω ρυθμίσεις, η Ελλάδα φαινόταν να έχει ήδη εξασφαλίσει τα Δωδεκάνησα πλην της Ρόδου (με ιδιαίτερη ελληνοϊταλική συμφωνία) και την Κύπρο (υπήρχε σχετική βρετανική υπόσχεση), ενώ συνεχίζονταν οι διαβουλεύσεις και για τη Βόρειο Ήπειρο.
Η συνθήκη και οι Έλληνες.
Οι όροι αυτοί αποτελούσαν οπωσδήποτε θριαμβευτική νίκη για την Ελλάδα και δικαίωση των θυσιών στις οποίες είχε υποβληθεί από το 1912 και ιδίως από το 1916-17, οπότε μπήκε ουσιαστικά και τυπικά στον Παγκόσμιο Πόλεμο με την πλευρά της Αντάντ. Ακόμα, αποτελούσε πλήρη δικαίωση της εξωτερικής πολιτικής που είχε ακολουθήσει από το 1914 ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μιας πολιτικής που τον έφερε σε σύγκρουση με το βασιλιά Κωνσταντίνο και σηματοδότησε την οδυνηρή περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1915-17).
Στη βάση αυτή, οι βενιζελικοί πανηγύρισαν την υπογραφή της συνθήκης και θεώρησαν ότι αυτή παγίωνε τα ελληνικά δίκαια και ότι, επομένως, αποτελούσε τη σταθερή βάση για τον τελικό ελληνικό θρίαμβο -με τη σύμπραξη της διεθνούς κοινότητας- στο ανοιχτό ακόμα μέτωπο της Μικράς Ασίας, όπου «είχε σηκώσει κεφάλι» ο Κεμάλ με τους ακραίους εθνικιστές του.
Τον ενθουσιασμό αυτόν δεν συμμεριζόταν η κωνσταντινική αντιπολίτευση, που -με σαφή έλλειψη μεγαλοψυχίας- εξακολουθούσε να καθορίζεται από τα διχαστικά σύνδρομα και να παρουσιάζει τη συνθήκη ως αποτυχία.
Και οι δύο, πάντως πλευρές, δεν φαίνονταν να εντοπίζουν τους πραγματικούς κινδύνους που δημιουργούσε για την Ελλάδα η ασταθής διεθνής κατάσταση και οι αυξανόμενες στρατιωτικές δυσκολίες στη Μικρά Ασία.
Η συνθήκη και οι Τούρκοι.
Ο Κεμάλ Ατατούρκ. Ο άνθρωπος που ανέτρεψε τα ελληνικά σχέδια |
Η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών βρήκε την Τουρκία σε κατάσταση αναστάτωσης. Η σουλτανική κυβέρνηση είχε χάσει πλέον ολοκληρωτικά το κύρος της και ουσιαστικά η εξουσία της περιοριζόταν στην Κωνσταντινούπολη και σε περιοχές ελεγχόμενες από τους συμμάχους. Πραγματικός κυρίαρχος των εξελίξεων ήταν πλέον ο Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος είχε ξεκινήσει το κίνημα αντίστασης εναντίον των Ελλήνων και είχε επιβάλει τον πρωταγωνιστικό του ρόλο με τα εθνικά συνέδρια του Ερζερούμ και της Σεβάστειας (Αύγουστος - Σεπτέμβριος του 1919) και αργότερα με τη σύγκληση της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης στην Άγκυρα (Μάρτιος 1920).
Για τον Τούρκο ηγέτη και τους οπαδούς του η Συνθήκη των Σεβρών δεν ήταν παρά ένα «κουρελόχαρτο» ανάλογο με εκείνο της Ανακωχής του Μούδρου (1918), που θα ακυρωνόταν στην πράξη με την ένοπλη αντίσταση του τουρκικού λαού εναντίον των ξένων εισβολέων. Κύριος στόχος ήταν φυσικά οι Έλληνες (οι μόνοι που είχαν ιστορικούς τίτλους στη Μικρά Ασία) και δευτερεύοντες οι Γάλλοι, οι Ιταλοί και οι Άγγλοι, με τους οποίους θα μπορούσε να γίνει (όπως κι έγινε) τελικός συμβιβασμός.
Στο πλευρό του φαινόταν να βρίσκεται, άλλωστε, και το νεαρό σοβιετικό καθεστώς της Ρωσίας, το οποίο είχε κάθε λόγο να αντιπαρατίθεται στην Αντάντ αλλά και ειδικά στην Ελλάδα (που είχε συμμετάσχει στην εκστρατεία της Ουκρανίας του 1919 εναντίον των μπολσεβίκων).
Η συνθήκη και οι σύμμαχοι.
Με τη Συνθήκη των Σεβρών οι σύμμαχοι της Αντάντ επιτυγχάνουν όλους σχεδόν τους αντικειμενικούς στόχους που είχαν θέσει. Οι Άγγλοι φαίνονται να κερδίζουν τη μερίδα του λέοντος, θέτοντας κάτω από άμεσο ή έμμεσο έλεγχο τους μια τεράστια περιοχή, που ξεκινά από τον Εύξεινο και την Κωνσταντινούπολη και φτάνει έως τη νότια Αραβία και τον Περσικό κόλπο. Ακόμα, επιβεβαιώνουν -για λογαριασμό των ίδιων και των συμμάχων τους- το διαβόητο αποικιακού τύπου καθεστώς των «διομολογήσεων». Άμεσα ωφελημένοι εμφανίζονται και οι Γάλλοι, που εξασφαλίζουν ισχυρά ερείσματα στη Μέση Ανατολή και στην Κιλικία της Μικράς Ασίας. Ακολουθούν οι Ιταλοί, με επίσης «δικαιώματα» επί της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας και με σταθερή (παρά τις αντίθετες υποσχέσεις τους προς τον Βενιζέλο) την παρουσία τους στα Δωδεκάνησα.
Οι σύμμαχοι αυτοί, αν και συναινούν στις παραχωρήσεις προς την Ελλάδα, δεν δείχνουν διατεθειμένοι και να τις επιβάλουν στους Τούρκους εθνικιστές του Κεμάλ. Πλέον ουδέτεροι παρουσιάζονται οι Άγγλοι, οι οποίοι ωστόσο είναι εκείνοι που είχαν υποστηρίξει με τη μεγαλύτερη θέρμη τον Βενιζέλο, ως προς την ικανοποίηση των ελληνικών δικαίων (γνωρίζοντας ίσως ότι η ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία θα λειτουργούσε ως προστατευτική ασπίδα για τους ίδιους). Ως προς τους Γάλλους, που είχαν εκφράσει επιφυλάξεις για τη βιωσιμότητα της Συνθήκης των Σεβρών, αυτοί θα κινηθούν γρήγορα προς την κατεύθυνση εξυπηρέτησης των δικών τους αποκλειστικά συμφερόντων και σύντομα θα προσεγγίσουν τον Κεμάλ για να προσκομίσουν άμεσα και έμμεσα οικονομικά και πολιτικά οφέλη. Ακόμη πιο εχθρικοί για την Ελλάδα θα σταθούν οι Ιταλοί, που είχαν σταθεί αρνητικοί προς τα ελληνικά δίκαια στη Μικρά Ασία, είχαν υπογράψει όμως -κάτω από πιέσεις- τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης των Σεβρών. Αυτοί, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, θα μετατραπούν σε ουσιαστικούς συμμάχους του Κεμάλ και θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια για τη νίκη του επί των Ελλήνων.
Συνέπειες.
Η Συνθήκη των Σεβρών υπήρξε πράγματι θρίαμβος για την ελληνική διπλωματία, που όμως -όπως αποδείχτηκε- δεν καλυπτόταν από ουσιαστικές συμμαχικές εγγυήσεις και δεν έπειθε για την αποτελεσματικότητα της. Όσα είχε κερδίσει η Ελλάδα έπρεπε να τα κατοχυρώσει στο πεδίο της μάχης, αντιμέτωπη μ' έναν ισχυρό και φανατισμένο εχθρό -το εθνικιστικό κίνημα του Κεμάλ- που κάθε άλλο παρά εμφανιζόταν ανοργάνωτο και διπλωματικά απομονωμένο. Με τη Συνθήκη των Σεβρών η σουλτανική εξουσία καταρρακώνεται πλήρως στη συνείδηση του τουρκικού λαού και οι κεμαλικοί αναδεικνύονται σε πραγματικούς κυρίαρχους του παιχνιδιού και σε μοναδικούς φορείς εξουσίας. Η πραγματικότητα αυτή δεν αγνοείται από το νεαρό σοβιετικό καθεστώς του Λένιν, που υποστηρίζει ανοιχτά τους Τούρκους εθνικιστές και στις 3 Δεκεμβρίου 1920 υπογράφει μ' αυτούς την περίφημη Συνθήκη του Αλεξαντροπόλ, που σχεδόν ισοδυναμούσε με σύναψη πολιτικοστρατιωτικής συμμαχίας. Η κίνηση εκείνη του Λένιν είναι εύκολα εξηγήσιμη, αν υπολογίσει κανείς τη στάση που είχαν κρατήσει οι σύμμαχοι της Αντάντ (αλλά και η ίδια η Ελλάδα) απέναντι στην επανάσταση του.
Η τουρκοσοβιετική προσέγγιση θα επιδράσει καταλυτικά στο θέατρο της διεθνούς πολιτικής και γρήγορα θα μετατρέψει τον Κεμάλ σε συνομιλητή των εταίρων της Αντάντ, που σταδιακά θα εγκαταλείψουν την Ελλάδα κυριολεκτικά στην τύχη της, για να υπερασπιστούν τα δικά τους ανατολικά συμφέροντα.
Την πολιτική αυτή μεταστροφή τους (που ισοδυναμούσε με ουσιαστική ακύρωση της Συνθήκης των Σεβρών) θα διευκολύνουν οι δραματικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, δηλαδή η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 και η επιστροφή των αντιπάλων του στην εξουσία. Το γεγονός αυτό θα δώσει το άλλοθι στους Αγγλογάλλους να αποστασιοποιηθούν πλήρως από τις όποιες τυπικές δεσμεύσεις είχαν αναλάβει με τη Συνθήκη των Σεβρών και να κινηθούν με λυμένα τα χέρια στην ανατολική τους πολιτική. Με τη στάση τους αυτή, ουσιαστικά προδιαγράφεται πλέον καθαρά η τραγωδία του 1922.
Δημοσιεύσεις εφημερίδων του Ιουλίου 1920. Τίποτα δεν προμήνυε τότε την καταιγίδα που ερχόταν |
http://ellinismoskaiellines.blogspot.com/2011/03/blog-post_3133.html