Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει μια σειρά οδηγιών με στόχο τη διατήρηση και προστασία της βιοποικιλότητας, όπως την Οδηγία 79/43/ΕΟΚ για τη διατήρηση των άγριων πτηνών και την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ για τη διατήρηση των φυσικών ενδιαιτημάτων, οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της περιβαλλοντικής πολιτικής μεταξύ των κρατών – μελών της. Με τις παραπάνω οδηγίες τονίζεται η ανάγκη για άμεση αντιμετώπιση της ραγδαίας συρρίκνωσης της βιοποικιλότητας, για αποκατάσταση και πρόληψη, καθώς και η σημαντικότητα της αειφόρου χρήσης των υπηρεσιών και φυσικών πόρων που προσφέρουν στον άνθρωπο τα οικοσυστήματα. Βασικό εργαλείο προς την επίτευξη του στόχου αυτού, αποτελεί το Δίκτυο NATURA 2000, το οποίο προβλέπει τη δημιουργία προστατευόμενων περιοχών, υπό συγκεκριμένο πλαίσιο διαχείρισης, στις οποίες όχι μόνο προστατεύονται οι φυσικές περιοχές που είναι σημαντικές για σπάνια και κινδυνεύοντα είδη και οικοτόπους, αλλά ταυτόχρονα προσφέρεται καταφύγιο για άλλα κοινά είδη και ευαίσθητα οικοσυστήματα. Με πάνω από 25000 περιοχές που αφορούν το 17% του ευρωπαϊκού εδάφους, το Δίκτυο NATURA 2000 έχει σχεδόν ολοκληρωθεί στην ξηρά και πλέον περισσότερο βάρος πέφτει στη λειτουργία των περιοχών αυτών όχι ως αποκλεισμένες περιοχές αλλά ως ένα καλά συντονισμένο και συνεχές οικολογικό δίκτυο (οικολογικοί διάδρομοι, ζώνες μετάβασης κλπ). Δυστυχώς, δεν είναι ίδια η κατάσταση προστασίας του θαλάσσιου και παράκτιου χώρου. Το Δίκτυο NATURA2000 κρίνεται ιδιαίτερα ελλιπές σε ό,τι αφορά στην αναγνώριση κυρίως υπεράκτιων θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών. Ενδεικτικά, από τις 25000 φυσικές περιοχές, που καλύπτει το δίκτυο, μόνο 1800 είναι εν μέρει ή πλήρως θαλάσσιες περιοχές.
Στη χώρα μας, η ύπαρξη ενός σημαντικού βιολογικού πλούτου δεν μπορεί να οδηγεί στην επανάπαυση αλλά αντίθετα θα πρέπει να προκαλεί εγρήγορση για την προστασία του. Μερικά γενικού χαρακτήρα προβλήματα, όπως η αυθαίρετη και εκτός σχεδίου δόμηση, οι καταπατήσεις και οι πυρκαγιές σε δασικές και άλλες φυσικές περιοχές, η υπεραλίευση και η χρήση παράνομων και καταστροφικών μέσων αλίευσης, η ανεξέλεγκτη διάθεση και καύση σκουπιδιών, αποτελούν σημαντική απειλή για τη βιοποικιλότητα. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα είναι η απουσία μιας διακηρυγμένης και συνεκτικής διατομεακής πολιτικής προστασίας της βιοποικιλότητας, που να αντιμετωπίζει τα προβλήματα, να δημιουργεί μηχανισμούς και εργαλεία και να συντονίζει τα διάφορα επίπεδα διοίκησης.
Είναι απαραίτητο να τονιστεί η οικονομική σημαντικότητα της βιοποικιλότητας. Δυστυχώς, χωρίς αυτή την προσέγγιση δεν γίνονται συνήθως αντιληπτά ή παραβλέπονται τα οφέλη της προστασίας της φύσης προς την κοινωνία, οπότε δεν αποτελούν και κριτήριο κατά την διαδικασία λήψης αποφάσεων. Πρέπει να προβληθεί, για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο η ανάκαμψη των οικοσυστημάτων και η διατήρηση της βιοποικιλότητας μπορεί να τονώσει την αλιεία (τόνωση αλιευτικών αποθεμάτων), τη φαρμακοβιομηχανία, την κτηνοτροφία και τη γεωργία (γενετική ποικιλότητα ειδών φυτικών και ζωικών οργανισμών), να προωθήσει τα πράσινα επαγγέλματα, να τονώσει τον συμβατό με τη βιώσιμη ανάπτυξη τουρισμό (οικοτουρισμός) και την τοπική οικονομία περιοχών (τοπικά προϊόντα), να προσελκύσει το ενδιαφέρον της εκπαιδευτικής και επιστημονικής κοινότητας, να προλάβει και να προστατέψει από ακραία φαινόμενα (π.χ. πλημμύρες), ώστε να οδηγήσει τελικά σε κοινωνικο-οικονομική αναζωογόνηση.
Κατά τη διαδικασία προσδιορισμού περιοχών προστασίας και λήψης διαχειριστικών σχεδίων, χρειάζεται απαραιτήτως η διαβούλευση και ενημέρωση των φορέων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Είναι αναγκαία η λήψη μέτρων που δεν επιβάλλονται «αυθαίρετα», αλλά αντίθετα προκύπτουν από συμμετοχικές διαδικασίες και δημιουργία κοινού οράματος μεταξύ άλλοτε συγκρουσιακών φορέων. Για παράδειγμα, η La Cassinazza της Ιταλίας, μια πλήρως αγροτική περιοχή, τελικά μεταμορφώθηκε σε περιοχή με θαμνώδη και δασική βλάστηση και αποτελεί πλέον εναλλακτικό τουριστικό προορισμό, οδηγώντας σε οικονομική ανάκαμψη την τοπική κοινωνία.
Πρόβλημα αποτελεί το γεγονός, ότι σε μια περιοχή NATURA2000 τις περισσότερες φορές κατά τη δημιουργία σχεδίων δράσης και ανάπτυξης υποδομών, οι προδιαγραφές που ορίζονται υπό το πρίσμα NATURA2000 φαίνεται ότι λαμβάνονται υπ’όψιν πολύ αργά ή μόνο στα χαρτιά. Φυσικά κάτι τέτοιο μπορεί να αποτελέσει πηγή συγκρούσεων, καθυστερήσεων αλλά και οικονομικής ζημίας. Παράδειγμα καλών πρακτικών αποτελεί το λιμάνι του Ρότερνταμ, όπου η προτεινόμενη επέκταση του λιμανιού σεβάστηκε από την αρχή τις προδιαγραφές που τίθενται από το Δίκτυο NATURA2000. Όπου οι δυσμενείς επιπτώσεις ήταν αναπόφευκτες δημιουργήθηκε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για αντισταθμιστικά μέτρα, όπως η δημιουργία παράκτιων καταφυγίων, αμμόλοφων και υγροτόπων, σε συνεργασία με ενδιαφερόμενους φορείς.
Το κλειδί της επιτυχίας σε κάθε περίπτωση, αναφορικά με την εφαρμογή και ουσιαστική υλοποίηση μέτρων προστασίας σε περιοχές Natura2000, όπου υπάρχει ανθρώπινη δραστηριότητα, είναι η ολοκληρωμένη εκτίμηση επιπτώσεων σε αρχικά στάδια σχεδιασμού και προγραμματισμού, καθώς επίσης η ύπαρξη και ουσιαστική λειτουργία ελεγκτικών μηχανισμών. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί η ανάγκη για προώθηση και ανταλλαγή καλών πρακτικών, σε εθνικό αλλά και διακρατικό επίπεδο. Επίσης, ο σχεδιασμός ενός έργου θα πρέπει να προκύπτει ύστερα από διαδικασίες διαβούλευσης όλων των εμπλεκόμενων φορέων, θεσμικών, τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, περιβαλλοντικών οργανώσεων, τοπικών συλλόγων, ιδιωτικών επιχειρήσεων, πολιτών κ.α.. Τέλος, βαρύνουσας σημασίας είναι το θέμα της συνεχούς παρακολούθησης (monitoring) και αξιολόγησης δραστηριοτήτων σε περιοχές Natura, αλλά και γενικότερα σε ευαίσθητες περιοχές. Τα αποτελέσματα της παρακολούθησης με χρήση αντικειμενικών και κυρίως διατομεακών δεικτών (κοινωνικών, οικονομικών, οικολογικών, πολιτισμικών κτλ.) μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για πιο βελτιωμένες και αποτελεσματικές δράσεις απέναντι στη διατήρηση της βιοποικιλότητας και του περιβάλλοντος γενικότερα.
ΠΗΓΗ¨http://www.ep-empower.eu/LinkClick.aspx?fileticket=ctZqsKp4c%2f8%3d&tabid=४२४ http://www.ep-empower.eu/LinkClick.aspx?fileticket=ctZqsKp4c%2f8%3d&tabid=424