Η βασιλόπιτα Μετά τα γλυκά έφτιαχναν τη βασιλόπιτα και τα συνηθισμένα ψωμιά, τα καρβέλια. Τη βασιλόπιτα την έψηναν στο φούρνο, σε μεγάλο ταψί, που είχαν λαδώσει προηγουμένως. Στα εύπορα σπίτια έριχναν μέσα στο ζυμάρι γλυκάνισο και μαστίχα Χίου, που κοπάνιζαν στο γουδί. Σε κάποιο σημείο της πίτας, που ήταν μυστικό, βύθιζαν μια δεκάρα, που την ονόμαζαν τυχερό. Επάνω έριχναν σουσάμι και έπλαθαν με το ζυμάρι λεπτούς κυλίνδρους, με τους οποίους σχημάτιζαν στην επιφάνεια ένα σταυρό. Στις κεραίες του σταυρού, καθώς και στο κέντρο, τοποθετούσαν από ένα ολόκληρο καρύδι. Στην περιφέρεια του ψωμιού σχημάτιζαν γιρλάντες.
Με το σχήμα του σταυρού η πίτα χωριζόταν σε τέσσερα μέρη και σε κάθε ένα απ’ αυτά τοποθετούσαν πλάσματα ζυμαριού, που σχημάτιζαν φιγούρες ανθρώπων, ζώων ή άλλων αγροτικών και ποιμενικών αντικειμένων και εργαλείων. Υπήρχαν επιδέξιες νοικοκυρές, με ταλέντο, που έπλαθαν με το ζυμάρι αληθινά αριστουργήματα. Τα ειδώλια αυτά διέφεραν από σπίτι σε σπίτι, ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση και τις ασχολίες της κάθε οικογένειας και συμβόλιζαν τις επιθυμίες και τις ευχές για ευκαρπία και ευγονία κατά τη νέα χρονιά. Επειδή κατά τον 19ο αι. οι ασχολίες των κατοίκων στα Μεσόγεια ήσαν σε κάθε οικογένεια κατά κύριο λόγο η κτηνοτροφία και κατά δεύτερο η γεωργία, τα θέματα των πλασμάτων αναφέρονταν συνήθως σ’ αυτό το είδος εργασιών.
Έτσι, σε κάθε τεταρτημόριο μιας τυπικής πίτας τοποθετούσαν τα ειδώλια από το ζυμάρι ως εξής:
Στο επάνω αριστερά πρόβατα, για να αυξηθούν τα κοπάδια τους και για να έχουν μεγάλη παραγωγή γάλακτος.
- Στο επάνω δεξιά ανθρώπους της οικογένειας (άνδρας – γυναίκα – παιδιά), σε ολόσωμη απεικόνιση, για να έχουν υγεία και ευτυχία.
- Στο κάτω αριστερά σχημάτιζαν αλέτρι, που το κρατούσε ο γεωργός, για να έχουν πλούσια σοδειά από τους καρπούς της γης.
- Στο κάτω δεξιά σχημάτιζαν τον βοσκό, με τη χοντρή του κάπα, την κουκούλα και τη γκλίτσα του, προς τιμήν του και για να είναι καλά να βόσκει τα πρόβατα.
(Σημ.: Η ζωγράφος και γλύπτρια Αγγελική Τσεβά έχει ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα του στολισμένου ψωμιού, όπου σημαντική θέση κατέχει η βασιλόπιτα, και έχει κάνει πολλές σχετικές εκθέσεις και εκδόσεις).
Οι μπόσκες, ο στολισμός με κλαδιά και άλλες ασχολίες. Την προπαραμονή έστελναν τα παιδιά στο βουνό ή στους γύρω λόφους για να ξεριζώσουνμπόσκες (=σκυλοκρέμμυδα ή μπότσικες), που τις χρησιμοποιούσαν για να χτυπούν το πρωί της πρωτοχρονιάς τα κεφάλια των μελών της οικογένειας για το καλό της χρονιάς. Έφερναν επίσης και κλαδιά δέντρων για τον στολισμό του σπιτιού. Όπως είδαμε και στον εορτασμό των Χριστουγέννων, δεν υπήρχε στο σπίτι ή αλλού πουθενά το στολισμένο εορταστικό δέντρο, αφού το έθιμο αυτό ήρθε κατά τον 20ο αι. από την Ευρώπη. Είναι όμως πολύ ενδιαφέρον το μεσογείτικο έθιμο, που υπήρχε και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, του στολισμού των δωματίων με κλαδιά μη φυλλοβόλων δέντρων ή θάμνων. Τα κλαδιά ήσαν αρκετά μεγάλα και τα τοποθετούσαν σε σπασμένα κεραμικά κανάτια και πιθάρια για να στέκονται. Αυτό γινόταν μάλλον την πρωτοχρονιά και όχι τα Χριστούγεννα, για την υποδοχή του νέου χρόνου. Την παραμονή επίσης τοποθετούσαν πίσω από την πόρτα του δωματίου ένα πέταλο αλόγου «για το γούρι».
Το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς όλοι προετοιμάζονταν για τον εκκλησιασμό της επόμενης μέρας, λούζονταν και πλένονταν κατά τον γνωστό τρόπο, δηλ. τα πόδια, τα χέρια, φορούσαν καθαρά εσώρουχα, ενώ οι άντρες ξυρίζονταν. Ασφαλώς τότε ήταν άγνωστο το ρεβεγιόν για την υποδοχή του νέου χρόνου, το οποίο σαν έθιμο ήρθε στα Μεσόγεια περί τα μέσα του 20ου αι. από την Αθήνα. Τα μεσάνυχτα που έμπαινε ο νέος χρόνος όλοι κοιμούνταν.
Άγνωστη ήταν και η δοξασία ότι ο άγιος Βασίλης έφερνε αυτή τη νύχτα δώρα στα παιδιά από την καμινάδα. Τα παιδιά δεν περίμεναν κανένα δώρο ή παιχνίδι, αφού ακόμα και οι εύπορες οικογένειες δεν συνήθιζαν να αγοράζουν παιχνίδια για τα παιδιά τους.
Το καλημέρι της πρωτοχρονιάς. Αντίθετα με το καλημέρι των Χριστουγέννων, που λεγόταν ανέκαθεν στην ελληνική γλώσσα, αυτό της πρωτοχρονιάς λεγόταν αποκλειστικά στην αρβανίτικη, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 20ου αι., οπότε άρχισε σταδιακά να αντικαθίσταται από το ελληνικό «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά».
Όπως και τα Χριστούγεννα, το καλημέρι το έλεγαν μικροί και μεγάλοι, το πρωί τα παιδιά και το βράδυ οι άντρες από 20 ετών και πάνω. Πάντως οι μεγάλοι δεν ανήκαν στην τάξη των «νοικοκυραίων», αλλά στις φτωχότερες των εργατών και των ακτημόνων.
Tα αρβανίτικα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς στα Μεσόγεια άρχισαν να αντικαθίστανται από τα ελληνικά ήδη από τις αρχές του 20ου αι., αν και ακούγονταν από τους μεγάλους μέχρι τη δεκαετία του 1930. Τα αρβανίτικα κάλαντα, όπως διαπιστώνει κανείς, είναι σε πολλά σημεία πιστή μετάφραση των αντίστοιχων ελληνικών. Το νόημά τους διακατέχεται από έντονο αίσθημα φιλανθρωπίας και αλληλεγγύης, όπως ταιριάζει στις εορταστικές ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Παραθέτω μόνο το πρώτο αρβανίτικο τετράστιχο, καθώς και την ελεύθερη μετάφραση του συνόλου των στίχων, που έχω κάνει:
Mise na erdhi viti i ri | Καλώς να έρθει η Πρωτοχρονιά |
mise të na pëlqenjë | καλά να μας αρέσει |
gjegjuni vëllezër, gjegjuni | ακούστε αδέρφια, ακούσατε |
gjegjuni an tu pëlqenjë. | ακούστε αν σας αρέσει. |
Si nestrë thojnë παλαιά | Σαν αύριο έλεγαν παλιά |
kush do të hinjë | ποιος θα πρωτόμπει μέσα |
në derë t’ avlloportësë | στην πόρτα της αυλόπορτας |
nga një dulme u jipnë. | το δώρο του να πάρει. |
Nestrë klisha πανήγυρη | Αύριο γιορτάζει η εκκλησία |
të ndërroni edhe të veni. | ν’ αλλάξτε και να πάτε. |
Tuke të dili nga klishëza | Σα βγείτε από την εκκλησιά |
në shtëpira të veni | στα σπίτια σας τραβάτε. |
të shtroneni trapezetë | Και στρώστε τα τραπέζια σας |
të hani edhe të pini. | να φάτε και να πιείτε. |
An të ishtë nonjë gjiton φτωχό | Κι αν είναι γείτονας φτωχός |
an ishtë nonjë i shkretë | κι αν είναι κανας έρμος |
an të ishtë nonjë i shklepërë | κι αν είναι κανας σακατλής |
e nëkë mund të vinjë | και δε μπορέσει να ’ ρθει |
tërgoniani faizënë | στείλτε του το φαγάκι του |
το ίδιο do tu vinjë. | και δε θα ζημιωθείτε. |
Ish një njeri një αρετή | Άνθρωπος ήταν μ’ αρετή 1 |
njeri një γλυκομίλη | άνθρωπος γλυκομίλης |
bëri bastun nga i thati dru | ραβδί ’χε από ξερόξυλο |
e kej për te kumbisej. | το είχε ν’ ακουμπάει. |
Vëzhdojnë nga i thati dru | Κοιτάξαν το ξερόξυλο |
vllastar i njomë hjusej. | χλωρό βλαστάρι βγήκε. |
Vëzhdojnë nga vllastaretë | Κοιτάξαν τα βλαστάρια του |
tre zoq e qellajdhisnë | τρία πουλιά λαλούσαν |
ç’ kejnë sitë nga dhjamand | τα μάτια τους διαμάντινα |
edhe në χρυσό i disnë. | και στο χρυσό ντυμένα. |
Edhe mote shumë të hjeremi | Χρόνια πολλά να χαίρουμε |
edhe mot të jemi mirë | του χρόνου καλή μοίρα |
të thomi Shër-Vasilinë | να πούμε τ’ Άι – Βασίλη μας |
me golë edhe me lirë. | με στόμα και με λίρα. |
Ανήμερα Πρωτοχρονιάς
Ο εκκλησιασμός. Πολύ πριν ξημερώσει η μέρα της πρωτοχρονιάς, η καμπάνα της εκκλησίας χτυπούσε δυνατά και επίμονα, για να ξυπνήσει ο κόσμος και να πάει να παρακολουθήσει την εορταστική λειτουργία. Όποιος από τους μεγάλους της οικογένειας ξυπνούσε πρώτος, γονιός, παππούς ή γιαγιά, έπαιρνε τη μπόσκα και τη χτυπούσε στα κεφάλια αυτών που κοιμούνταν ακόμα λέγοντας: «Χρόνια πολλά, με υγεία και καλή σοδειά να περάσουμε τον καινούργιο χρόνο. Σήκω, γιατί χτυπάει η καμπάνα» (Αρβ. «Mote shumë. me shëndet, me beriqet të shkojmë vitin e ri. Ngru, se bie kambana».
Ετοιμάζονταν και ξεκινούσαν όλοι μαζί για την εκκλησία. Όταν έβρεχε ή είχε πολύ κρύο, οι γυναίκες και τα παιδιά έπαιρναν μαζί τους χράμια ή άλλα σκεπάσματα και κάλυπταν μ’ αυτά τα κεφάλια και τις πλάτες τους, ενώ οι άντρες φορούσαν την ποιμενική κατσούλα (=κουκούλα), εφόσον βέβαια διέθεταν αυτό το είδος πολυτελείας.
Το πρωινό φαγητό και οι ασχολίες μέχρι το μεσημέρι. Όταν τελείωνε η λειτουργία, αφού χαιρετιούνταν και αντάλλασσαν ευχές με όλους τους γνωστούς και φίλους, γύριζαν στο σπίτι. Αλλά και πάλι ήταν ακόμη πολύ πρωί και έπρεπε κάτι να φάνε, γιατί έπρεπε να περάσουν πολλές ώρες μέχρι το μεσημεριανό φαγητό. Έτσι, όπως και τα Χριστούγεννα, κάθονταν στον σοφρά, δίπλα στο τζάκι, να φάνε λίγη σούπα από το κεφαλάκι του αρνιού ή την (τον) πατσά και τα ποδαράκια του, που είχαν ετοιμάσει αποβραδίς. Πριν όμως από τη σούπα έπρεπε οπωσδήποτε να φάνε κάτι γλυκό, μια δίπλα ή ένα μελομακάρονο που τους σέρβιρε η νοικοκυρά. Το γλυκό προηγείτο, γιατί έπρεπε τέτοια μέρα που ήταν, να γλυκαθεί πρώτα το σπίτι.
Μετά το πρωινό φαγητό, η γιαγιά και η μάνα άναβαν το φούρνο για να ψήσουν στο ταψί το αρνί ή τη γαλοπούλα ή και τα δυο μαζί με πατάτες, αν η οικογένεια ήταν εύπορη. Οι φτωχοί περιορίζονταν και πάλι σε μια κότα ή σε αρνίσια κεφαλάκια. Όπως είδαμε και στα έθιμα των Χριστουγέννων, αντίθετα απ’ ό,τι σήμερα, η γαλοπούλα συνηθιζόταν μόνο την Πρωτοχρονιά. Αλλά και πάλι τα περισσότερα σπίτια προτιμούσαν το αρνί.
Το χοιρινό κρέας. Αντίθετα με όλη την υπόλοιπη σχεδόν Ελλάδα, το χοιρινό κρέας δεν ήταν τις μέρες των εορτών στις προτιμήσεις των Μεσογειτών. Η μόνη εποχή που συνήθιζαν να το τρώνε περισσότερο, ήταν οι Αποκριές. Το κρέας του γουρουνιού, παρόλο που ήταν νοστιμότατο, το απέφευγαν, γιατί το θεωρούσαν βρώμικο.
Παιχνίδια. Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, αλλά και μεγάλοι άντρες, πριν το μεσημέρι έβγαιναν στο δρόμο για να παίξουν με τους γειτόνους, όπως έκαναν και τα Χριστούγεννα. Τα παιχνίδια ήταν και πάλι το μπούτσι, η «γούβεζα»και τόπι, που ήταν ένα κουβάρι από κλωστή ή λωρίδες από κουρέλια.
Το μεσημεριανό γεύμα και η υπόλοιπη μέρα. Το μεσημέρι, όταν το φαγητό έβγαινε από το φούρνο, κάθονταν όλοι γύρω από το σοφρά και έτρωγαν, με τον τρόπο που περιγράψαμε ήδη για τα Χριστούγεννα. Εντύπωση προκάλεσε η… ελληνομάθεια μιας γιαγιάς, περί τα τέλη του 19ου αι. στην Παιανία, όταν κατόρθωσε να δώσει στο πρωτοχρονιάτικο την πιο κάτω ευχή στην ελληνική γλώσσα:
«Έλα Χριστέ και Παναγιά κι οι δώδεκα Αποστόλοι. Καλή όρεξη!»
Μια νεότερη γυναίκα θαύμασε τη γιαγιά λέγοντας: «Για κοίτα που ξέρει και μιλάει όπως οι κύριοι!» (αρβ. «Moj vizhdo çë di të flasë shklirishte!») (Διήγηση της γιαγιάς Ελένης Δ. Κιούση). Στο τραπέζι η βασιλόπιτα πίτα μοιραζόταν στα άτομα της οικογένειας και αυτός που κέρδιζε τη δεκάρα ήταν ο τυχερός της χρονιάς.
Προηγουμένως όμως τα εύπορα σπίτια είχαν στείλει τα παιδιά σε ένα –δυο σπίτια φτωχών, για να τους πάνε ένα πιάτο από το φαγητό τους.
Το απόγευμα έκαναν επισκέψεις σε σπίτια, κυρίως σε εορταζόμενους Βασίληδες και Βασιλικές. Το δώρο ήταν ένα πιάτο με λίγα γλυκίσματα, δίπλες και μελομακάρουνα ή και κάποιο φρούτο. Φεύγοντας έπαιρναν πίσω το πιάτο τους, πάλι όμως με δυο –τρία γλυκά, που έβαζε μέσα η νοικοκυρά από τα δικά της.
Το ποδαρικό. Το πρωί της πρωτοχρονιάς μόνο μικρά παιδιά έκαναν επισκέψεις σε ξένα σπίτια, σπάνια μεγάλοι. Μόνο τα παιδιά ήσαν ευπρόσδεκτα. Ο επισκέπτης, κι όταν ακόμη βρισκόταν στην αυλή, έπρεπε πριν περάσει μέσα να πει:
«Καλημέρα, καλημέρα amë një dhiplë të dal nga dera»
δηλ. «δώσε μου μια δίπλα να βγω απ’ την πόρτα»
Τότε κάποιος του σπιτιού τον ρωτούσε αν έχει καλό ποδαρικό και εφόσον απαντούσε καταφατικά, του επέτρεπαν την είσοδο, πάντα με το δεξί πόδι. Αυτή τη μέρα αν ο επισκέπτης ζητούσε να του δώσουν ή να του δανείσουν κάτι για να πάρει μαζί του, φαγώσιμο ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο, απαγορευόταν αυστηρά να δώσουν, γιατί το θεωρούσαν γρουσουζιά.
Η χαρτοπαιξία. Τα τυχερά παιδικά παιχνίδια και η χαρτοπαιξία των μεγάλων ήσαν αρκετά συνηθισμένα τις μέρες των εορτών, ιδιαίτερα την παραμονή της πρωτοχρονιάς. Οι άντρες έπαιζαν χαρτιά με μικρά χρηματικά ποσά, μερικές φορές και μεγάλα, στα καφενεία και στα σπίτια μέχρι τα μεσάνυχτα. Στο καφενείο του Λεωνίδα Δάβαρη στο Λιόπεσι έγινε κάποτε φόνος εξαιτίας φιλονικίας για τα χαρτιά.
Χρόνια Πολλά και Καλή Χρονιά
Του λαογράφου Γιάννη Πρόφη
ΠΗΓΗ Μεσογείτικα έθιμα της Πρωτοχρονιάς